Κυριακή 3 Μαΐου 2009

Η μη ενσωμάτωση των αλλόφωνων παιδιών στο σχολικό περιβάλλον αντανακλάται στην κοινωνία

Της Μαριας Δεληθαναση

«Μπαίνοντας στην τάξη, λες καλημέρα και στα αλβανικά, για να καταλάβουν όλοι ότι ο συμμαθητής που μιλάει άλλη γλώσσα, δεν είναι εχθρός ή εισβολέας», δηλώνει χαρακτηριστικά στην «Κ», έμπειρη εκπαιδευτικός για ένα ζήτημα που αγγίζει γονείς και μαθητές, Ελληνες και αλλοδαπούς, σχεδόν σε όλα τα δημόσια σχολεία. Την ίδια ώρα που οι αλλοδαποί μαθητές αποτελούν το 17% του συνολικού μαθητικού πληθυσμού, τα διαπολιτισμικά σχολεία στη χώρα μας αποτελούν μόλις το 0,17% του συνόλου. Την ίδια ώρα που ο αριθμός π.χ. Αλβανών φοιτητών σε ελληνικά ΑΕΙ εκτινάχθηκε τα τελευταία χρόνια, σε ελάχιστα σχολεία τηρείται η λειτουργία τάξης υποδοχής για τους αλλοδαπούς ούτε ακολουθείται φροντιστηριακή υποστήριξη. Παράλληλα, πολλοί Ελληνες γονείς αποφεύγουν να στέλνουν τα παιδιά τους σε σχολεία με πολλές εθνικότητες, δάσκαλοι και καθηγητές ρίχνονται απροετοίμαστοι στη διδασκαλία, η μη ενσωμάτωση των μικρών αλλοδαπών στη σχολική πραγματικότητα, αντανακλάται ευθέως και στην κοινωνία.

Εμπόδιο οι σκάλες

«Για ένα παιδί με κινητικά προβλήματα που προσπαθεί να πάει στον β΄ όροφο, όπου στεγάζεται η τάξη του, δεν είναι εμπόδιο τα δικά του πόδια αλλά οι σκάλες», σχολιάζει στην «Κ» ο καθηγητής Παιδαγωγικής του ΑΠΘ κ. Γεώργιος Τσιάκαλος μιλώντας για το εκπαιδευτικό πρόβλημα των παιδιών που ανήκουν σε ευάλωτες κοινωνικές ομάδες, εν προκειμένω των αλλόφωνων παιδιών. Ο ίδιος, επικεφαλής της μεταρρύθμισης των αναλυτικών εκπαιδευτικών προγραμμάτων της Κύπρου, σημειώνει ότι «στη χώρα μας έχουν γίνει παρεμβάσεις στην καθημερινή ζωή ορισμένων σχολείων που απέδειξαν ότι μπορούμε να έχουμε πετυχημένα εκπαιδευτικά συστήματα, με τα παιδιά των ξένων να παρουσιάζουν γνωστικές επιδόσεις που αναμένονται από παιδιά της ηλικίας τους και τα παιδιά των Ελλήνων να έχουν υψηλότερες από αυτές που διαπιστώνονται σε αντίστοιχα περιβάλλοντα».

Το υπάρχον σύστημα όμως, δεν τηρεί καν τα θεσμοθετημένα στο πλαίσιο του «μονοπολιτισμικού» χαρακτήρα του: Σε κανένα σχολείο δεν τηρείται η λειτουργία τάξης υποδοχής, όταν υπάρχουν εννέα μαθητές μετανάστες, ποτέ δεν έγιναν διαπιστωτικά τεστ με την έναρξη και τη λήξη των (διετών) τάξεων υποδοχής, ώστε να αποτιμάται η πρόοδος των μαθητών. Ο νόμος ορίζει επίσης ότι με την ολοκλήρωση της τάξης υποδοχής, τα αλλόφωνα παιδιά κάνουν δύο ώρες κάθε απόγευμα φροντιστηριακό μάθημα. Μοναδική απάντηση του υπ. Παιδείας σε όλα αυτά είναι ότι στα δημοτικά υπάρχει δομική έλλειψη δασκάλων και θα χρειασθούν πέντε χρόνια για να καλυφθούν τα κενά με νέους αποφοίτους των παιδαγωγικών σχολών. Στα γυμνάσια, τα τμήματα αυτά ξεκινούν μετά τον Νοέμβριο, όταν παρουσιάζονται οι ωρομίσθιοι και χάνεται το κρίσιμο πρώτο τρίμηνο. Την ίδια στιγμή, η διεύθυνση Διαπολιτισμικής Εκπαίδευσης –που ούτως ή άλλως αποτελεί παραπαίδι του υπ. Παιδείας– ασχολείται κυρίως με τα παιδιά των παλιννοστούντων Ελλήνων και ελάχιστα με αυτά των μεταναστών. Και ενώ οι αλλοδαποί μαθητές έχουν φθάσει το 17% του μαθητικού πληθυσμού της χώρας, τα διαπολιτισμικά σχολεία συνεχίζουν να αποτελούν μόλις το 0,17%. Αλλά και σε αυτά δεν υπάρχουν τα κατάλληλα βιβλία.

«Ο,τι γίνεται μέσα στο σχολείο εναπόκειται σε πρωτοβουλία του διευθυντή και του συλλόγου διδασκόντων», σημειώνει η κ. Αννα Τριανταφυλλίδου, ερευνήτρια και επίκ. καθηγήτρια στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης, στην έρευνα της οποίας για το ευρωπαϊκό πρόγραμμα «Emilie» διαπιστώνονται πολλές από τις παραπάνω ελλείψεις. Οπως χαρακτηριστικά σημειώνεται, «στελέχη του υπ. Παιδείας δεν φαίνεται να γνωρίζουν τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν καθηγητές και σχολεία σχετικά με την ενσωμάτωση των αλλοδαπών μαθητών». Οχι τυχαία, οι Ελληνες γονείς αποφεύγουν τα σχολεία με πολλές εθνικότητες. «Αυτό που φαίνεται ως ξενοφοβία, στην πραγματικότητα αποτελεί δείκτη της δυσπιστίας των Ελλήνων γονέων στην ικανότητα του εκπαιδευτικού συστήματος να διαχειρισθεί τα θέματα γλωσσικής ανομοιογένειας στις τάξεις με τρόπο ώστε κανένα παιδί να μη στερείται την καλή εκπαίδευση», συμπληρώνει ο κ. Τσιάκαλος.

Δάσκαλοι και καθηγητές

Αλλά και οι δάσκαλοι και οι καθηγητές, μπαίνουν απροετοίμαστοι στη μάχη, η μοναδική Παιδαγωγική Σχολή που «εφοδιάζει» τους φοιτητές με σχετική εκπαίδευση είναι αυτή του ΑΠΘ. Οπως δηλώνει στην «Κ» η κ. Βάση Νικολάου, δασκάλα και από τα ιδρυτικά μέλη των «Πίσω Θρανίων» (από τις πρώτες εθελοντικές οργανώσεις για εκμάθηση ελληνικών σε μετανάστες), «έχεις μια τάξη 20 παιδιών και πρέπει να δουλέψεις σε 15 διαφορετικά επίπεδα. Ομως το σφιχτό αναλυτικό πρόγραμμα σου δένει τα χέρια και μερικές φορές δεν ξέρεις τι να κάνεις. Πρέπει να καλλιεργήσεις σχέση με το παιδί και τους γονείς. Μπαίνεις στην τάξη και λες «καλημέρα» στα αλβανικά για να γίνει αποδεκτό ότι ο συμμαθητής που μιλάει άλλη γλώσσα δεν είναι εχθρός και εισβολέας. Αν τα παιδιά αντιμετωπίσουν απόρριψη και μέσα στην τάξη, δεν προχωρούν με τίποτα. Η εκπαίδευση πρέπει να είναι εξίσου για το παιδί από την Αλβανία ή το Αφγανιστάν, για τον Κωστάκη που είναι αργός και για το άλλο παιδί που έχει από πίσω γονεϊκή φροντίδα»…

«Το πρόβλημα στα σχολεία δεν είναι οι μετανάστες», υπογραμμίζει στην «Κ» ο εκπαιδευτικός και ερευνητής κ. Κώστας Θεριανός. «Το πρόβλημα είναι το μονογλωσσικό, μονοπολιτισμικό ελληνικό σχολείο που διαθέτει ελάχιστα μέσα (τάξεις υποδοχής, φροντιστηριακά τμήματα, δίγλωσσα προγράμματα) για την ένταξή τους και το γεγονός ότι η σχολική επίδοση σχετίζεται άμεσα με την κοινωνική προέλευση. Στο Πέραμα και τη Δραπετσώνα η σχολική διαρροή ήταν 50% - 60% πριν από την έλευση των μεταναστών. Το πρόβλημα, λοιπόν, σχετίζεται με τη φτώχεια και όχι με τους μετανάστες. Κι όσο προχωράει η κρίση, τα προβλήματα θα εμφανίζονται όλο και συχνότερα στα σχολεία περιοχών που κατοικούνται από μεσαία στρώματα».

Εκτίναξη του αριθμού μεταναστών φοιτητών

Η πρόοδος που καταγράφεται στην εκπαιδευτική πορεία μεταναστών, παιδιών που ρίζωσαν στην Ελλάδα, είναι εντυπωσιακή. Ενδεικτικό παράδειγμα ότι πενταπλασιάσθηκε ο αριθμός των Αλβανών φοιτητών - σπουδαστών στα ΑΕΙ και στα ΤΕΙ από το έτος 2003 - 2004 στο έτος 2006 - 2007, ενώ στο ίδιο χρονικό διάστημα επταπλασιάστηκε στα ΑΕΙ ο αριθμός των Νιγηριανών φοιτητών, τριπλασιάσθηκε ο αριθμός των Βούλγαρων, Ρουμάνων και Ουκρανών, διπλασιάσθηκε ο αριθμός των Ρώσων φοιτητών… Ενώ, όμως, όλο και μεγαλύτερος αριθμός παιδιών μεταναστών εισάγεται στα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα, η ένταξή τους στην αγορά εργασίας συναντά τεράστια εμπόδια. Mια χαρακτηριστική περίπτωση είναι αυτή της Μαρίνας που ζει στην Καστοριά και ήρθε στην Ελλάδα με τους γονείς της από την Αλβανία όταν ήταν 10 χρόνων, καταφέρνοντας μέσα σε ένα σχολικό έτος να εξελιχθεί σε πολύ καλή μαθήτρια. Πέτυχε στο Παιδαγωγικό Τμήμα του ΑΠΘ το 2004 και αποφοίτησε το 2008. Ομως διδάσκει μόνο το καλοκαίρι σε παιδιά που χρειάζονται βοήθεια, διότι δεν της επιτρέπεται να εργασθεί oύτε στην ιδιωτική εκπαίδευση, αφού δεν έχει αποκτήσει ελληνική υπηκοότητα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Αρχειοθήκη ιστολογίου