Απεστάλη προς κατάθεση σήμερα στη Βουλή το πολυνομοσχέδιο του υπουργείου Δικαιοσύνης με τίτλο «Μεταρρυθμίσεις στην οργάνωση της ιατροδικαστικής υπηρεσίας, στη θεραπευτική μεταχείριση χρηστών ναρκωτικών ουσιών και άλλες διατάξεις». Μεταξύ άλλων το νομοσχέδιο περιλαμβάνει τις διατάξεις για την αυστηρότερη ποινική μεταχείριση των «κουκουλοφόρων», τα μέτρα που ανακοινώθηκαν πρόσφατα για τους κρατούμενους και τους υπαλλήλους των σωφρονιστικών καταστημάτων, αλλά και τη γενικότερη αναμόρφωση του σωφρονιστικού συστήματος, και τέλος η ρύθμιση για τη διεύρυνση της δυνατότητας άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών, με απόφαση της δικαστικής αρχής.
Συγκεκριμένα, όπως αναφέρεται στη σχετική ανακοίνωση του υπουργείου, το νομοσχέδιο έχει τέσσερις βασικούς στόχους.
Ο πρώτος είναι η αναδιοργάνωση της Ιατροδικαστικής Υπηρεσίας, με τη δημιουργία ενός πλήρους διοικητικού συστήματος το οποίο, όπως εκτιμάται, θα καταστήσει αποτελεσματικότερη τη λειτουργία των Ιατροδικαστών και ουσιαστικότερη τη συμβολή τους στη λειτουργία της Δικαιοσύνης.
Ο δεύτερος είναι η αναβάθμιση και αναμόρφωση του σωφρονιστικού συστήματος και ο τρίτος είναι -όπως επισημαίνεται- «η υιοθέτηση όλων των αναγκαίων μέτρων για τη διασφάλιση της κοινωνικής ειρήνης, εν όψει των νέων μορφών εγκληματικότητας, που εμφανίζονται το τελευταίο διάστημα και στη χώρα μας».
Ο τέταρτος είναι η επίλυση σειράς λειτουργικών ζητημάτων στο χώρο της Δικαιοσύνης, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται σειρά ρυθμίσεων για την επιτάχυνση της απονομής της Δικαιοσύνης στο Συμβούλιο της Επικρατείας
Ειδικότερα, για την πιο αποτελεσματική λειτουργία του σωφρονιστικού συστήματος, μεταξύ άλλων προβλέπεται:
α) Η έναρξη λειτουργίας Ειδικού Θεραπευτικού Κατάστημα απεξάρτησης τοξικομανών κρατουμένων στην Κασσάνδρα Χαλκιδικής,
β) η ένταξη στο Ε.Σ.Υ. των θεραπευτικών καταστημάτων (νοσοκομεία και ψυχιατρεία κρατουμένων) του Υπουργείου Δικαιοσύνης, ώστε να αναβαθμισθεί η ιατροφαρμακευτική περίθαλψη των κρατουμένων,
γ) η απόλυση από τις φυλακές όσων, λόγω οικονομικής αδυναμίας, αδυνατούν να εξαγοράσουν τη μετατραπείσα σε χρηματική ποινή τους,
δ) η μετατροπή για τις κρατούμενες-μητέρες παιδιών μέχρι πέντε ετών, εκτός εάν έχουν καταδικασθεί για την τέλεση ιδιαιτέρως σοβαρών κακουργημάτων, της περιοριστικής της ελευθερίας ποινής σε κοινωφελή εργασία,
ε) η επέκταση και για τους υπαλλήλους των σωφρονιστικών καταστημάτων της υποχρέωσης ετήσιας υποβολής δήλωσης περιουσιακής κατάστασης.
στ) παρέχεται η δυνατότητα προσλήψεως ως Διευθυντών των φυλακών managers ή άλλων στελεχών του δημόσιου τομέα.
ζ) Πρόβλεψη για την ίδρυση φυλακών βαρυποινιτών, με τον διαχωρισμό από τους κοινούς κρατουμένους των ισοβιτών ή των χαρακτηριζόμενων ως ιδιαίτερα επικίνδυνων εγκληματιών,
η) η χρήση ή η κατοχή κινητών τηλεφώνων από τους κρατουμένους αποτελεί πειθαρχικό παράπτωμα.
Στο πλαίσιο του στόχου για τη διασφάλιση της κοινωνικής ειρήνης, μεταξύ άλλων, προβλέπεται:
α) Η αυστηρότερη ποινική μεταχείριση των «κουκουλοφόρων» όταν τελούν τα εγκλήματα της βιαιοπραγίας σε δημόσιες συναθροίσεις, της ληστείας, της απρόκλητης φθοράς ξένης ιδιοκτησίας και της σωματικής βλάβης. Όπως σημειώνεται στην ανακοίνωση του υπουργείου, «αποτελεί υποχρέωση της Πολιτείας να προστατεύει το συνταγματικό δικαίωμα του συνέρχεσθαι (άρθρο 11 του Συντάγματος) των πολιτών της, το οποίο υποσκάπτεται και παρεμποδίζεται από τη βία των "κουκουλοφόρων", να θωρακίσει τη δημόσια περιουσία και τις εγκαταστάσεις κοινής ωφέλειας που προορίζονται για την εξυπηρέτηση των πολιτών, αλλά και να προστατεύει τις ιδιωτικές περιουσίες από απρόκλητες βλάβες».
Επιπροσθέτως, επισημαίνεται πως «το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου έχει αποφανθεί (σχ. απόφαση Plattform ‘’Aerzte fuer das Leben’’ κατά Αυστρίας της 21-6-1988) ότι το κράτος έχει υποχρέωση να προστατεύει την ομαλή διεξαγωγή των διαδηλώσεων των πολιτών του από ταραχοποιά στοιχεία, που επιχειρούν να την παρακωλύσουν και ότι κάθε πολίτης πρέπει να μπορεί να διαδηλώνει χωρίς το φόβο ότι θα είναι θύμα φυσικής ή άλλης βίας από άλλους διαδηλωτές».
β) η συμμετοχή σωφρονιστικού ή αστυνομικού υπαλλήλου σε απόδραση καθίσταται κακούργημα τιμωρούμενο με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών,
γ) η κατοχή κινητού τηλεφώνου από σωφρονιστικό υπάλληλο στους χώρους των φυλακών καθίσταται ποινικό και πειθαρχικό παράπτωμα,
ζ) η δυνατότητα άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών, με απόφαση της δικαστικής αρχής, προβλέπεται για το σύνολο των κακουργημάτων του Ποινικού Κώδικα καθώς και για τα κακουργήματα περί τη λαθρομετανάστευση.
Ακολουθεί το πλήρες ν/σ:
«ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΗΣ ΙΑΤΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ, ΣΤΗ ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΗ ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΗ ΧΡΗΣΤΩΝ ΝΑΡΚΩΤΙΚΩΝ ΟΥΣΙΩΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ»
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄
ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΗΣ ΙΑΤΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ
Άρθρο 1
Διάρθρωση
1. Η Ιατροδικαστική Υπηρεσία του Κράτους υπάγεται στο Υπουργείο Δικαιοσύνης και διαρθρώνεται ως εξής:
α) Στην Ιατροδικαστική Υπηρεσία Αθηνών, με έδρα την Αθήνα.
β) Στις Περιφερειακές Ιατροδικαστικές Υπηρεσίες που υπάγονται διοικητικώς στην Ιατροδικαστική Υπηρεσία Αθηνών.
γ) Στις Τοπικές Ιατροδικαστικές Υπηρεσίες που υπάγονται διοικητικώς στις Περιφερειακές Ιατροδικαστικές Υπηρεσίες, όπως ορίζεται στην παράγραφο 2.
2. Περιφερειακές Ιατροδικαστικές Υπηρεσίες είναι:
α) Η Ιατροδικαστική Υπηρεσία Θεσσαλονίκης με έδρα τη Θεσσαλονίκη, στην οποία υπάγονται οι Τοπικές Ιατροδικαστικές Υπηρεσίες:
αα) Δυτικής Μακεδονίας με έδρα την Κοζάνη.
ββ) Θράκης με έδρα την Κομοτηνή.
γγ) Λάρισας με έδρα τη Λάρισα.
β) η Ιατροδικαστική Υπηρεσία Πειραιά με έδρα τον Πειραιά, στην οποία υπάγονται οι Τοπικές Ιατροδικαστικές Υπηρεσίες:
αα) Λαμίας με έδρα τη Λαμία.
ββ) Αιγαίου με έδρα τη Σύρο.
γγ) Δωδεκανήσου με έδρα τη Ρόδο.
δδ) Κρήτης με έδρα το Ηράκλειο.
γ) η Ιατροδικαστική Υπηρεσία Πατρών με έδρα την Πάτρα, στην οποία υπάγονται οι Τοπικές Ιατροδικαστικές Υπηρεσίες:
αα) Ναυπλίου και Καλαμάτας με έδρα το Ναύπλιο.
ββ) Ιωαννίνων με έδρα τα Ιωάννινα.
γγ) Κέρκυρας με έδρα την Κέρκυρα.
3. Η Ιατροδικαστική Υπηρεσία Αθηνών συγκροτείται από τα εξής Τμήματα:
α) Γραμματείας
β) Εργαστηρίων (Τοξικολογικό, Ανάλυσης DNA, Παθολογοανατομικό, Ακτινολογικό και Φωτογραφικό)
4. Με διάταγμα, που εκδίδεται ύστερα από πρόταση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Δικαιοσύνης, επιτρέπεται να συνιστώνται νέες, να καταργούνται ή να συγχωνεύονται περιφερειακές και τοπικές ιατροδικαστικές υπηρεσίες και να επανακαθορίζεται η έδρα, η διοικητική διάρθρωση και η κατά τόπο αρμοδιότητα όλων των ιατροδικαστικών υπηρεσιών.
Άρθρο 2
Αρμοδιότητα
1. Η κατά τόπο αρμοδιότητα των ιατροδικαστικών υπηρεσιών συμπίπτει προς εκείνη του ομώνυμου ή των ομώνυμων προς αυτές Εφετείων. Οι ιατροδικαστικές υπηρεσίες διενεργούν ιατροδικαστικές πράξεις, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται οι ψυχιατρικές πραγματογνωμοσύνες, ύστερα από παραγγελία των εισαγγελικών και ανακριτικών αρχών και των ανακριτικών υπαλλήλων, οι οποίοι ενεργούν ύστερα από εισαγγελική παραγγελία καθώς και των ποινικών δικαστηρίων που λειτουργούν στην περιφέρεια του ομώνυμου ή των ομωνύμων προς αυτές Εφετείων.
Για τις πράξεις που διενεργούνται συντάσσονται από τους ιατροδικαστές, χωρίς υπαίτια βραδύτητα, εκθέσεις.
2. Κατ’ εξαίρεση, επιτρέπεται, εφόσον κρίνεται αναγκαίο ή συντρέχει αδυναμία της κατά τόπο αρμόδιας ιατροδικαστικής υπηρεσίας, να δοθεί εντολή για διενέργεια ιατροδικαστικών πράξεων:
α) σε άλλη ιατροδικαστική υπηρεσία από εκείνη που ορίζεται στην παράγραφο 1,
β) σε εργαστήρια Ιατροδικαστικής και Τοξικολογίας των Πανεπιστημιακών Ιδρυμάτων. Στα Ιδρύματα αυτά οι ιατροδικαστικές πράξεις εκτελούνται αποκλειστικώς από μέλη Διδακτικού-Ερευνητικού Προσωπικού (ΔΕΠ) και
γ) σε Νοσηλευτικά Ιδρύματα του Εθνικού Συστήματος Υγείας που διαθέτουν κατάλληλη υποδομή και ειδικότητες.
3. Τα Υπουργεία Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων και Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης διαβιβάζουν στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου μέσα σε τέσσερις μήνες από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου πίνακα στον οποίο περιλαμβάνονται τα κατάλληλα για τον πιο πάνω σκοπό ιδρύματα και ενημερώνουν για κάθε μεταγενέστερη μεταβολή.
4. Η ιατροδικαστική υπηρεσία παρέχει στα Πανεπιστημιακά Ιδρύματα το υλικό, που είναι απαραίτητο για την εκπαίδευση των φοιτητών και των ασκουμένων στην ειδικότητα του ιατροδικαστού ιατρών.
Άρθρο 3
Οργανικές θέσεις
1. Οι υφιστάμενες οργανικές θέσεις της Ιατροδικαστικής Υπηρεσίας κατατάσσονται κατά κλάδους και κατηγορίες ως εξής:
α. Ιατροδικαστών 37, εκ των οποίων 3 θέσεις Α΄ τάξεως
β. ΠΕ Ιατρών ειδικότητας Παθολογοανατόμου 4
γ. ΠΕ Διοικητικού - Οικονομικού 7
δ. ΠΕ Χημικού-Βιοχημικού-Τοξικολογίας 5
ε. ΤΕ Διοικητικού-Λογιστικού 6
στ. ΤΕ Υγείας Πρόνοιας ειδικότητας:
• Ιατρικών Εργαστηρίων-Τεχνολόγων Εργαστηρίων
10
• Ακτινολογίας-Ραδιολογίας 2
• Νοσηλευτικής 2
ζ. ΤΕ Γραφικών Τεχνών 1
η. ΔΕ Διοικητικού-Λογιστικού 8
θ. ΔΕ Δακτυλογράφων-Στενογράφων 12
ι. ΔΕ Δακτυλογράφων-Χειριστών 6
ια. ΔΕ Βοηθών Νοσοκόμων 11
ιβ. ΔΕ Γενικών Καθηκόντων 11
ιγ. ΥΕ Επιμελητών 4
ιδ. ΥΕ Προσωπικού Καθαριότητας 5
ιε. ΥΕ Νεκροτόμων 26
2. Στην Ιατροδικαστική Υπηρεσία συνιστώνται οι ακόλουθες νέες θέσεις:
α) Τρεις (3) θέσεις Ιατροδικαστών Α΄ Τάξης, των οποίων ο συνολικός αριθμός ορίζεται στις σαράντα (40).
β) Τέσσερις (4) θέσεις κλάδου ΠΕ Ιατρών ειδικότητας Ψυχιατρικής.
γ) Μία (1) θέση κλάδου ΠΕ Ιατρών ειδικότητας Παθολογοανατόμου, των οποίων συνολικός αριθμός ορίζεται σε πέντε (5).
δ) Πέντε (5) θέσεις Τοξικολογίας κλάδου ΠΕ Χημικού, Χημικού-Μηχανικού, Βιοχημικού και Βιολόγου.
Στο κλάδο αυτό συγχωνεύεται ο κλάδος ΠΕ Χημικού-Βιοχημικού-Τοξικολογίας και ο συνολικός αριθμός των θέσεων ορίζεται σε δέκα (10). Για την κατάταξη των υπηρετούντων υπαλλήλων στον ενιαίο κλάδο, εκδίδεται διαπιστωτική πράξη.
ε) Τρεις (3) θέσεις κλάδου ΤΕ Διοικητικού-Λογιστικού, των οποίων ο συνολικός αριθμός ορίζεται σε εννέα (9).
στ) Τέσσερις (4) θέσεις κλάδου ΤΕ Υγείας Πρόνοιας ειδικότητας Νοσηλευτικής, των οποίων ο συνολικός αριθμός ορίζεται σε έξι (6).
ζ). Τέσσερις (4) θέσεις κλάδου ΥΕ Νεκροτόμων, των οποίων ο συνολικός αριθμός ορίζεται σε τριάντα (30).
3. α) Οι οργανικές θέσεις των Ιατροδικαστών Α΄ τάξεως κατανέμονται ως εξής: τρεις στην Ιατροδικαστική Υπηρεσία Αθηνών και από μία σε κάθε Περιφερειακή Ιατροδικαστική Υπηρεσία.
β) Εννέα (9) οργανικές θέσεις των Ιατροδικαστών Β΄ τάξεως κατανέμονται ως εξής: τρεις θέσεις στην Ιατροδικαστική Υπηρεσία Αθηνών και από δύο συνολικώς θέσεις σε κάθε Περιφερειακή Ιατροδικαστική Υπηρεσία, συμπεριλαμβανομένων και των υπαγομένων σε κάθε μία από αυτές Τοπικών Ιατροδικαστικών Υπηρεσιών.
γ) Με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης διενεργείται η κατανομή στις κατά τόπους υπηρεσίες των λοιπών θέσεων της Ιατροδικαστικής Υπηρεσίας που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2.
4. Καταργείται η θέση κατηγορίας ΠΕ Ιατρών ειδικότητας Παθολογίας. Ο υπάλληλος που υπηρετεί στη θέση της καταργούμενης κατηγορίας, αφού συνεκτιμηθεί σχετική αίτησή του, μετατάσσεται σε κενή οργανική θέση υπηρεσιών αρμοδιότητας του Υπουργείου Δικαιοσύνης ή σε θέση άλλης δημόσιας υπηρεσίας ή ν.π.δ.δ., σύμφωνα με τη διάταξη της παραφράφου 4 του άρθρου 154 του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ., που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν.3528/2007 (ΦΕΚ Α΄ 26).
5. Με διάταγμα, που εκδίδεται ύστερα από πρόταση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Δικαιοσύνης, επιτρέπεται η σύσταση, συγχώνευση ή κατάργηση κατηγοριών, κλάδων ή ειδικοτήτων και θέσεων στην Ιατροδικαστική Υπηρεσία.
Άρθρο 4
Πρόσληψη
1. Η πρόσληψη ιατροδικαστών διενεργείται με επιλογή, ύστερα από δημόσια προκήρυξη.
2. Για το διορισμό Ιατροδικαστή απαιτείται: α) πτυχίο Ιατρικής, Πανεπιστημιακής Σχολής, β) ειδικότητα Ιατροδικαστικής και γ) άδεια άσκησης επαγγέλματος ιατρού.
3. Ιατροδικαστής διορίζεται όποιος έχει συμπληρώσει το 30ο έτος της ηλικίας του.
4. Πέραν των περιπτώσεων που προβλέπονται στο άρθρο 8 του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. δεν διορίζονται ιατροδικαστές όσοι καταδικάστηκαν και για α) εγκλήματα περί τα υπομνήματα που προβλέπονται στα άρθρα 220, 221 και 222 του Ποινικού Κώδικα, β) εγκλήματα σχετικά με την απονομή της δικαιοσύνης που προβλέπονται στα άρθρα 224, 225, 226, 228, 229, 230, 231, 232, 232Α και 234 του Ποινικού Κώδικα.
5. Η πρόσληψη των ιατροδικαστών διενεργείται από το Υπηρεσιακό Συμβούλιο των Ιατροδικαστών, που προβλέπεται στο άρθρο 76 του ν.3659/2008 (ΦΕΚ Α΄ 77).
6. Με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης καθορίζονται τα ειδικότερα προσόντα, ο τρόπος διαπίστωσης των γενικών και ειδικών προσόντων, τα απαιτούμενα δικαιολογητικά, τα κριτήρια επιλογής, η διαδικασία και κάθε άλλη λεπτομέρεια που είναι απαραίτητη για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου. Με όμοια απόφαση ορίζεται τριμελής επιτροπή από δύο ιατροδικαστές Α΄ τάξεως και έναν καθηγητή ή αναπληρωτή καθηγητή Ψυχιατρικής της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, η οποία γνωμοδοτεί προς το Υπηρεσιακό Συμβούλιο ως προς το βαθμό επάρκειας του υποψηφίου για την άσκηση των καθηκόντων του ιατροδικαστή.
7. Η πρόσληψη των νεκροτόμων διενεργείται με επιλογή ύστερα από δημόσια προκήρυξη από τριμελή Επιτροπή που ορίζεται με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης. Η Επιτροπή αποτελείται από τον Προϊστάμενο της Ιατροδικαστικής Υπηρεσίας Αθηνών, έναν Ιατροδικαστή Α΄ τάξεως και έναν Ιατροδικαστή Β΄ τάξεως.
Γραμματέας της Επιτροπής ορίζεται υπάλληλος της Κεντρικής Υπηρεσίας του Υπουργείου Δικαιοσύνης ή των Ιατροδικαστικών Υπηρεσιών.
Ουσιώδη κριτήρια για την επιλογή νεκροτόμου συνιστούν η εμπειρία και η επιτυχής ανταπόκριση στην πρακτική δοκιμασία.
Άρθρο 5
Βαθμολογική διάρθρωση θέσεων και εξέλιξη των Ιατροδικαστών.
1. Οι θέσεις των ιατροδικαστών κατατάσσονται στους βαθμούς Α΄,Β΄,Γ΄ και Δ΄, με εισαγωγικό τον Δ΄ και καταληκτικό τον Α΄. Ο βαθμός του Ιατροδικαστή Α΄ τάξεως είναι ανώτατος βαθμός της ιεραρχίας.
2. Οι ιατροδικαστές, που διορίζονται σε οργανικές θέσεις, διανύουν διετή δοκιμαστική υπηρεσία μετά την επιτυχή πάροδο της οποίας μονιμοποιούνται με απόφαση του υπηρεσιακού συμβουλίου. Κατά της αποφάσεως περί μη μονιμοποιήσεως επιτρέπεται προσφυγή στο Διοικητικό Εφετείο.
3. Οι διατάξεις της προηγουμένης παραγράφου εφαρμόζονται για τους ιατροδικαστές που εισέρχονται στην υπηρεσία μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου.
4. Οι θέσεις στους βαθμούς Δ΄ έως Β΄ είναι ενιαίες. Προαγωγές στο βαθμό Α΄ διενεργούνται μόνον εφόσον υπάρχουν κενές οργανικές θέσεις.
Οι προαγωγές των ιατροδικαστών στον επόμενο βαθμό διενεργούνται ύστερα από απόφαση του υπηρεσιακού συμβουλίου και εφόσον:
α) έχουν σε ιδιαίτερα υψηλό επίπεδο τα προσόντα που προβλέπονται στις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις για την αξιολόγηση των δημοσίων υπαλλήλων. Το υπηρεσιακό συμβούλιο, προκειμένου να διαπιστώσει τη συνδρομή των ουσιαστικών προσόντων, λαμβάνει υπόψη όλα τα στοιχεία του προσωπικού μητρώου του υπαλλήλου από τα οποία προκύπτει η δραστηριότητά του στην υπηρεσία, η επαγγελματική επάρκεια, η πρωτοβουλία και η αποτελεσματικότητά του. Για το σχηματισμό της κρίσης του το υπηρεσιακό συμβούλιο λαμβάνει υπόψη του τις εκθέσεις ουσιαστικών προσόντων της τελευταίας πενταετίας.
β) έχουν συμπληρώσει χρόνο υπηρεσίας ως εξής: τριών ετών στο Δ΄ βαθμό, πέντε ετών στο Γ΄ και επτά ετών στο Β΄.
Η προαγωγή στο βαθμό του Ιατροδικαστή Α΄ τάξεως διενεργείται κατ’ απόλυτη εκλογή.
5. Ειδικές διατάξεις ορίζουν το μισθολόγιο των ιατροδικαστών.
Άρθρο 6
Προϊστάμενοι
1. Οι προϊστάμενοι των ιατροδικαστικών υπηρεσιών επιλέγονται από το υπηρεσιακό συμβούλιο των ιατροδικαστών κατ’ απόλυτη εκλογή, ύστερα από εκτίμηση των στοιχείων του υπηρεσιακού φακέλου των κρινομένων.
α) Το υπηρεσιακό συμβούλιο, προκειμένου να διαπιστώσει τη συνδρομή των ουσιαστικών προσόντων, λαμβάνει υπόψη όλα τα στοιχεία του προσωπικού μητρώου του υπαλλήλου, από τα οποία προκύπτει η δραστηριότητά του στην υπηρεσία, η πρωτοβουλία του, η άσκηση καθηκόντων ως προϊσταμένου και η ικανότητα παρακίνησης των υφισταμένων του για αυξημένη απόδοση στην υπηρεσία.
β) Προτιμώνται οι υποψήφιοι για τους οποίους προκύπτει από τα προσωπικά τους μητρώα, με βάση συγκεκριμένα πραγματικά στοιχεία, ότι επέδειξαν υψηλότερη έναντι των λοιπών υποψηφίων πρωτοβουλία, διοικητική ικανότητα και δραστηριότητα στην υπηρεσία. Αιτιολογία απαιτείται μόνον σε περίπτωση παραλείψεως υποψηφίου που υπερέχει καταδήλως του επιλεγέντος.
2. α) Για τη θέση προϊσταμένου της ιατροδικαστικής υπηρεσίας Αθηνών κρίνονται Ιατροδικαστές Α΄ τάξεως με εικοσαετή τουλάχιστον συνολική υπηρεσία στην Ιατροδικαστική Υπηρεσία. Για την επιλογή στη θέση προϊσταμένου της Ιατροδικαστικής Υπηρεσίας Αθηνών λαμβάνονται υπόψη κατά κύριο λόγο τα στοιχεία του προσωπικού μητρώου κάθε κρινόμενου ιατροδικαστή, από τα οποία εκτιμώνται ιδιαίτερα η άρτια επαγγελματική κατάρτιση και οι επιστημονικές γνώσεις, η δραστηριότητα στην υπηρεσία, η ικανότητα ανάληψης πρωτοβουλιών και ευθυνών, η ευχέρεια προγραμματισμού και συντονισμού, η ικανότητα παρακίνησης των υφισταμένων για την επίτευξη στόχων. Επίσης, συνεκτιμώνται η τυχόν συγγραφική δραστηριότητα σε συναφή για τη λειτουργία ή τη δραστηριότητα της υπηρεσίας θέματα, η συμμετοχή σε προγράμματα μετεκπαίδευσης και οι μεταπτυχιακοί και διδακτορικοί τίτλοι σπουδών που συνδέονται με το γνωστικό αντικείμενο της Ιατροδικαστικής.
β) Για τη θέση προϊσταμένου Περιφερειακής Ιατροδικαστικής Υπηρεσίας κρίνονται Ιατροδικαστές Α΄ τάξεως ή αν δεν υπάρχουν ή δεν επαρκούν, Ιατροδικαστές Β΄ τάξεως με έξι έτη υπηρεσίας στο βαθμό αυτό.
γ) Για τη θέση προϊσταμένου Τοπικής Ιατροδικαστικής Υπηρεσίας κρίνονται Ιατροδικαστές Α΄ τάξεως και εάν δεν υπάρχουν Β΄ τάξεως και αν δεν υπάρχουν ή δεν επαρκούν Γ΄ τάξεως με τρία έτη υπηρεσίας στον κατεχόμενο βαθμό.
3. Ο προϊστάμενος της Ιατροδικαστικής Υπηρεσίας Αθηνών προΐσταται όλων των Ιατροδικαστικών Υπηρεσιών και, ιδίως, συντονίζει, παρακολουθεί και επιβλέπει το έργο τους, συγκεντρώνει τα αναγκαία για το σκοπό αυτό στοιχεία που αποστέλλουν οι ιατροδικαστικές υπηρεσίες, παρέχει τις αναγκαίες οδηγίες και εντολές και προβαίνει σε κάθε ενέργεια που είναι αναγκαία για την άσκηση εποπτείας προς το σκοπό της ταχείας και εύρυθμης λειτουργίας τους. Το μήνα Μάϊο εκάστου έτους, υποβάλλει στον Υπουργό Δικαιοσύνης έκθεση στην οποία καταγράφονται οι δραστηριότητες του προηγούμενου ημερολογιακού έτους των Ιατροδικαστικών Υπηρεσιών και περιλαμβάνονται προτάσεις για τη βελτίωση της λειτουργίας τους και της αποτελεσματικότητα τους.
4. Ο προϊστάμενος της Ιατροδικαστικής Υπηρεσίας Αθηνών, οι προϊστάμενοι των Περιφερειακών Ιατροδικαστικών Υπηρεσιών και οι προϊστάμενοι των Τοπικών Ιατροδικαστικών Υπηρεσιών έχουν τις αρμοδιότητες των προϊσταμένων Γενικών Διευθύνσεων, Διευθύνσεων και Τμημάτων αντιστοίχως και τις πάσης φύσεως αρμοδιότητες που προσήκουν στους λοιπούς υπαλλήλους που ασκούν τα καθήκοντα αυτά, όπως αρμοδιότητες πειθαρχικού χαρακτήρα, σύνταξης εκθέσεων αξιολόγησης των ιατροδικαστών και του λοιπού προσωπικού της Ιατροδικαστικής Υπηρεσίας.
Άρθρο 7
Μετάταξη
Μετάταξη των ιατροδικαστών σε άλλη δημόσια υπηρεσία ή νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου δεν επιτρέπεται. Μετάταξη του λοιπού προσωπικού της ιατροδικαστικής υπηρεσίας σε άλλη υπηρεσία του Δημοσίου ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου επιτρέπεται ύστερα από: α) πλήρως αιτιολογημένη βεβαίωση του προϊσταμένου της Ιατροδικαστικής Υπηρεσίας, στην οποία ιεραρχικώς υπάγεται ο υπάλληλος, ότι η μετάταξη δεν επάγεται δυσμενείς συνέπειες στη λειτουργία της υπηρεσίας, β) σύμφωνη γνώμη του υπηρεσιακού συμβουλίου και γ) εφόσον ο υπάλληλος έχει συμπληρώσει πενταετή υπηρεσία στην Ιατροδικαστική Υπηρεσία.
Άρθρο 8
Δωσιδικία
Τα πλημμελήματα των Ιατροδικαστών υπάγονται στην αρμοδιότητα του δικαστηρίου Εφετών.
Άρθρο 9
Κανονισμός λειτουργίας Ιατροδικαστικών Υπηρεσιών
1. Με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης καταρτίζεται κανονισμός λειτουργίας της ιατροδικαστικής υπηρεσίας στον οποίο περιλαμβάνονται, ιδίως, τα ειδικότερα καθήκοντα και υποχρεώσεις του προσωπικού, οι όροι λειτουργίας της Υπηρεσίας και κάθε άλλη λεπτομέρεια.
2. Η ιατροδικαστική υπηρεσία ακολουθεί το ωράριο λειτουργίας των Δημοσίων Υπηρεσιών.
Οι ιατροδικαστές και το προσωπικό του κλάδου ΥΕ Νεκροτόμων υποχρεούνται, εφόσον επιβάλλεται από τις συνθήκες, να εκτελούν ιατροδικαστικές πράξεις και πέραν του ισχύοντος ωραρίου λειτουργίας των υπηρεσιών καθώς και σε μη εργάσιμες ημέρες.
3. Η διοικητική μέριμνα για τη λειτουργία των Ιατροδικαστικών Υπηρεσιών και η επιμέλεια διεκπεραιώσεως των διοικητικών ενεργειών που αφορούν στην υπηρεσιακή κατάσταση των ιατροδικαστών και του λοιπού προσωπικού των ιατροδικαστικών υπηρεσιών, ανήκει στην αρμοδιότητα της Κεντρικής Υπηρεσίας του Υπουργείου Δικαιοσύνης, στην οποία τηρούνται και όλοι οι σχετικοί φάκελοι.
Άρθρο 10
Εφαρμογή Υπαλληλικού Κώδικα και διατηρούμενες διατάξεις
1. Όσα θέματα της υπηρεσιακής κατάστασης των Ιατροδικαστών δεν ρυθμίζονται από τις διατάξεις του παρόντος νόμου, διέπονται από τις διατάξεις του Κώδικα Καταστάσεως Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ.
2. Η υπηρεσιακή κατάσταση των υπαλλήλων των Ιατροδικαστικών Υπηρεσιών διέπεται από τις διατάξεις του Κώδικα Καταστάσεως Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ.
3. Κάθε άλλη διάταξη αντίθετη προς τα άρθρα 1 έως 10 του παρόντος νόμου, καταργείται. Οι διατάξεις του άρθρου 76 του ν. 3659/2008 (ΦΕΚ Α΄ 77) καθώς και οι ειδικές διατάξεις, που ρυθμίζουν θέματα λειτουργίας Ιατροδικαστικών Υπηρεσιών και δεν ρυθμίζονται με τον παρόντα νόμο, εξακολουθούν να ισχύουν.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄
Μέτρα για τη βελτίωση του Σωφρονιστικού Συστήματος
Άρθρο 11
Ίδρυση Κέντρων Απεξάρτησης
Κρατουμένων χρηστών ναρκωτικών ουσιών
1. Ιδρύεται Ειδικό Θεραπευτικό Κατάστημα με τον τίτλο «Κέντρο Απεξάρτησης Τοξικομανών Κρατουμένων». Η έδρα του Καταστήματος ορίζεται με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης.
Σκοπός του Κέντρου είναι η θεραπευτική μεταχείριση τοξικομανών κρατουμένων, η σωματική και ψυχική τους απεξάρτηση από τις ναρκωτικές ουσίες και η κοινωνική τους επανένταξη.
2. Στα Ειδικά Θεραπευτικά Καταστήματα δύναται να εφαρμόζεται πρόγραμμα υποκατάστασης.
3. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης και Δικαιοσύνης, μετά από γνώμη του Οργανισμού κατά των Ναρκωτικών (Ο.ΚΑ.ΝΑ.), καθορίζονται, για τα Ειδικά Θεραπευτικά Καταστήματα, το είδος του προγράμματος απεξάρτησης, οι όροι και οι προϋποθέσεις εφαρμογής αυτού καθώς και κάθε άλλη λεπτομέρεια.
Άρθρο 12
Αύξηση οργανικών θέσεων προσωπικού καταστημάτων κράτησης
1. Οι θέσεις του προσωπικού των Καταστημάτων Κράτησης, που προβλέπονται από τις διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 49 του ν.2721/1999 (ΦΕΚ Α΄ 112 ), της παραγράφου 3 του άρθρου 24 του π.δ.36/2000 (ΦΕΚ Α΄ 29), της παραγράφου 3 του άρθρου 7 του ν.3060/2002 (ΦΕΚ Α΄ 242), της παραγράφου 13 του άρθρου 14 του ν. 3038/2002 (ΦΕΚ Α΄ 180), του άρθρου 4Ζ του ν. 3388/2005 (ΦΕΚ Α΄ 225) και του άρθρου 59 του ν. 3659/2008 (ΦΕΚ Α΄ 77), αυξάνονται ως εξής:
α. Του κλάδου ΠΕ Σωφρονιστικών Ενηλίκων κατά τρεις (3), οριζομένου του συνολικού αριθμού αυτών σε εκατόν πενήντα (150).
β. Του κλάδου ΠΕ Φαρμακοποιών κατά μία (1), οριζομένου του συνολικού αριθμού αυτών σε τέσσερις (4).
γ. Του κλάδου ΠΕ Ιατρών ειδικοτήτων κατά τρεις (3), που κατανέμονται σε δύο (2) θέσεις ειδικότητας Ψυχιατρικής και μία (1) θέση ειδικότητας Μικροβιολογίας, οριζομένου του συνολικού αριθμού αυτών σε ογδόντα πέντε (85).
δ. Του κλάδου ΠΕ Οδοντιάτρων κατά μία (1), οριζομένου του συνολικού αριθμού αυτών σε δέκα οκτώ (18).
ε. Του κλάδου ΠΕ Ψυχολόγων κατά δύο (2), οριζομένου του συνολικού αριθμού αυτών σε πενήντα δύο (52).
στ. Του κλάδου ΤΕ Υγείας Πρόνοιας κατά δεκαέξι (16), που κατανέμονται σε δεκατρείς (13) θέσεις ειδικότητας Νοσηλευτικής και τρεις (3) θέσεις ειδικότητας Κοινωνικής Εργασίας, οριζομένου του συνολικού αριθμού αυτών σε διακόσιες τριάντα οκτώ (238).
ζ. Του κλάδου ΔΕ Διοικητικού Λογιστικού κατά δύο (2), οριζομένου του συνολικού αριθμού αυτών σε διακόσιες εβδομήντα (270).
η. Του κλάδου ΔΕ Φύλαξης κατά σαράντα (40), οριζομένου του συνολικού αριθμού αυτών σε τρεις χιλιάδες τετρακόσιες ενενήντα τέσσερις (3494).
θ. Του κλάδου ΔΕ Εξωτερικής Φρούρησης κατά τριάντα (30), οριζομένου του συνολικού αριθμού αυτών σε τρεις χιλιάδες τριακόσιες εξήντα πέντε (3365).
ι. Του κλάδου ΔΕ Ηλεκτρονικών κατά μία (1), οριζομένου του συνολικού αριθμού αυτών σε δύο (2).
2. Οι θέσεις του προσωπικού των Καταστημάτων Κράτησης, που προβλέπονται από τις διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 49 του ν. 2721/1999 (ΦΕΚ Α΄ 112), της παραγράφου 3 του άρθρου 24 του π.δ. 36/2000 (ΦΕΚ Α΄ 29), της παραγράφου 3 του άρθρου 7 του ν. 3060/2002 (ΦΕΚ Α΄ 242), της παραγράφου 13 του άρθρου 14 του ν. 3038/2002 (ΦΕΚ Α΄ 180), του άρθρου 4Ζ του ν. 3388/2005 (ΦΕΚ Α΄ 225), του άρθρου 59 του ν. 3659/2008 (ΦΕΚ Α΄ 77) και της παραγράφου 1 του παρόντος αυξάνονται ως εξής:
α. Του κλάδου ΠΕ Σωφρονιστικών Ενηλίκων κατά δύο (2), οριζομένου του συνολικού αριθμού αυτών σε εκατόν πενήντα δύο (152).
β. Του κλάδου ΠΕ Φαρμακοποιών κατά μία (1), οριζομένου του συνολικού αριθμού αυτών σε πέντε (5).
γ. Του κλάδου ΠΕ Ιατρών ειδικοτήτων κατά τρεις (3), που κατανέμονται σε δύο (2) θέσεις ειδικότητας Ψυχιατρικής και μία (1) θέση ειδικότητας Μικροβιολογίας, οριζομένου του συνολικού αριθμού αυτών σε ογδόντα οκτώ (88).
δ. Του κλάδου ΠΕ Οδοντιάτρων κατά μία (1), οριζομένου του συνολικού αριθμού αυτών σε δέκα εννιά (19).
ε. Του κλάδου ΠΕ Ψυχολόγων κατά δύο (2), οριζομένου του συνολικού αριθμού αυτών σε πενήντα εννιά (54).
στ. Του κλάδου ΤΕ Πληροφορικής κατά δύο (2), οριζομένου του συνολικού αριθμού αυτών σε τριάντα επτά (37).
ζ. Του κλάδου ΤΕ Υγείας Πρόνοιας κατά δέκα πέντε (15), που κατανέμονται σε δώδεκα (12) θέσεις ειδικότητας Νοσηλευτικής και τρεις (3) θέσεις ειδικότητας Κοινωνικής Εργασίας, οριζομένου του συνολικού αριθμού αυτών σε διακόσιες πενήντα τρεις (253).
η. Του κλάδου ΔΕ Διοικητικού Λογιστικού κατά δύο (2), οριζομένου του συνολικού αριθμού αυτών σε διακόσιες εβδομήντα δύο (272).
θ. Του κλάδου ΔΕ Φύλαξης κατά τριάντα έξι (36), οριζομένου του συνολικού αριθμού αυτών σε τρεις χιλιάδες πεντακόσιες τριάντα (3530).
ι. Του κλάδου ΔΕ Εξωτερικής Φρούρησης κατά τριάντα (30), οριζομένου του συνολικού αριθμού αυτών σε τρεις χιλιάδες τετρακόσιες πέντε (3405).
Η ισχύς των διατάξεων της παρούσης παραγράφου αρχίζει από 1.1.2010.
Άρθρο 13
Ένταξη στο Εθνικό Σύστημα Υγείας (Ε.Σ.Υ.)
1. Τα Ειδικά Θεραπευτικά Καταστήματα του Υπουργείου Δικαιοσύνης:
α) Ψυχιατρείο Κρατουμένων Κορυδαλλού που ιδρύθηκε με τον α.ν. 2349/1940 (ΦΕΚ Α΄ 158), β) Νοσοκομείο Κρατουμένων Κορυδαλλού που ιδρύθηκε με το ν.δ. 1113/1949 (ΦΕΚ Α΄ 235), γ) «Κέντρο Απεξάρτησης Τοξικομανών Κρατουμένων» με έδρα το δημοτικό διαμέρισμα Ελαιώνα του Δήμου Θηβαίων που ιδρύθηκε με το άρθρο 10 του ν. 2721/1999 (ΦΕΚ Α΄ 112), δ) «Κέντρο Απεξάρτησης Τοξικομανών Κρατουμένων» με έδρα το Δήμο Κασσάνδρας Χαλκιδικής που ιδρύθηκε με το άρθρο 10 του ν. 2721/1999 (ΦΕΚ Α΄ 112) και ε) «Κέντρο Απεξάρτησης Τοξικομανών Κρατουμένων», που προβλέπεται από το άρθρο 11 του παρόντος νόμου, εντάσσονται στο Ε.Σ.Υ. και υπάγονται στις διατάξεις του ν. 1397/1983 (ΦΕΚ Α΄ 143) «Εθνικό Σύστημα Υγείας», όπως ισχύει σήμερα, όσον αφορά στη μέριμνα για τη στελέχωση με ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό, την υγειονομική οργάνωση και την υλικοτεχνική υγειονομική υποδομή και εξοπλισμό.
2. Με διάταγμα, που εκδίδεται ύστερα από πρόταση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών, Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης και Δικαιοσύνης, καθορίζονται η διάρθρωση και ο τρόπος λειτουργίας των ανωτέρω Θεραπευτικών Καταστημάτων, τα θέματα εντάξεως και της υπηρεσιακής και μισθολογικής κατάστασης του ιατρικού και νοσηλευτικού προσωπικού καθώς και κάθε άλλη σχετική λεπτομέρεια.
3. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης και Δικαιοσύνης εγκρίνονται οι εσωτερικοί κανονισμοί λειτουργίας των ανωτέρω Θεραπευτικών Καταστημάτων.
Άρθρο 14
1. Όσοι, κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος, έχουν καταδικασθεί σε χρηματική ποινή ή σε στερητική της ελευθερίας ποινή, που έχει μετατραπεί σε χρηματική, και εκτίουν την ποινή τους καθ’ οιονδήποτε τρόπο λόγω αδυναμίας καταβολής του ποσού της μετατροπής ή της χρηματικής ποινής, απολύονται με διάταξη του εισαγγελέα του τόπου έκτισης της ποινής, υπό τον όρο ότι δεν θα υποπέσουν, μέσα σε τρία έτη από την αποφυλάκισή τους, σε νέο από δόλο τελούμενο έγκλημα και καταδικαστούν αμετάκλητα οποτεδήποτε σε ποινή στερητική της ελευθερίας μεγαλύτερη του έτους. Στην περίπτωση αυτή, εκτίουν αθροιστικά και το υπόλοιπο της ποινής, για την οποία έχουν απολυθεί υπό όρο.
2. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 16 του ν. 3727/2008 (ΦΕΚ Α΄ 257) αντικαθίσταται από τότε που ίσχυσε ως εξής:
«Η στερητική της ελευθερίας ποινή, η οποία έχει καταγνωσθεί μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος και δεν υπερβαίνει τα πέντε έτη, συμπεριλαμβανομένης και της πενταετούς κάθειρξης, μετατρέπεται, με αίτηση του καταδικασθέντος σε χρηματική. Η προθεσμία για την άσκηση τυχόν προβλεπομένων κατά της καταδικαστικής αποφάσεως ενδίκων μέσων αναστέλλεται κατά το διάστημα από της υποβολής της ανωτέρω αιτήσεως μέχρι της εκδόσεως αποφάσεως του δικαστηρίου περί της μετατροπής ή μη της ποινής. Αν η αίτηση γίνει δεκτή, το τυχόν ένδικο μέσο κατά της καταδικαστικής αποφάσεως θεωρείται ως μη ασκηθέν».
Άρθρο 15
1. Το τρίτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 29 του Κώδικα Νόμων για τα Ναρκωτικά, που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 3459/2006 (ΦΕΚ Α΄ 103) όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 15 του ν. 3727/2008 (ΦΕΚ Α΄ 257), αντικαθίσταται ως εξής:
«Ειδικά για τις ναρκωτικές ουσίες της ηρωϊνης, κοκαϊνης και κατεργασμένης και ακατέργαστης κάνναβης, θεωρείται, εκτός αν το δικαστήριο κρίνει άλλως, ότι καλύπτει τις ανάγκες ενός χρήστη, έστω και εξαρτημένου, όταν το όριο της κατασχεθείσης ποσότητας κάθε επιμέρους ναρκωτικής ουσίας, ανεξαρτήτως καθαρότητας, δεν υπερβαίνει το μικτό με την άμεση συσκευασία βάρος του ενός και ημίσεος (1 ½) γραμμαρίου ηρωϊνης ή κοκαϊνης, των πενήντα (50) γραμμαρίων ακατέργαστης κάνναβης και των πέντε (5) γραμμαρίων κατεργασμένης κάνναβης. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης και Δικαιοσύνης μπορεί να καθορίζονται και για τις υπόλοιπες ναρκωτικές ουσίες, που αναφέρονται στο άρθρο 1 του παρόντος Κώδικα, το όριο της ως άνω ελάχιστης ποσότητας που καλύπτει τις ανάγκες ενός χρήστη, έστω και εξαρτημένου, για ορισμένο χρόνο».
2. Το άρθρο 40 του Κώδικα Νόμων για τα Ναρκωτικά, όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής:
«Όσοι καταδικάζονται σε ποινή κάθειρξης για παράβαση του παρόντος Κεφαλαίου υπό τις επιβαρυντικές περιστάσεις των άρθρων 23 και 23Α του παρόντος μπορούν να απολυθούν, υπό τον όρο της ανάκλησης, εφόσον έχουν εκτίσει προκειμένου για πρόσκαιρη κάθειρξη τα τρία πέμπτα (3/5) της ποινής τους και προκειμένου για ισόβια κάθειρξη τουλάχιστον είκοσι δύο (22) έτη. Η διάταξη του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 3 του άρθρου 105 του Ποινικού Κώδικα εφαρμόζεται και στην προκειμένη περίπτωση και ο κατάδικος μπορεί να απολυθεί αν έχει εκτίσει είκοσι οκτώ έτη, ακόμη και αν το άθροισμα των τμημάτων των ποινών υπερβαίνει το όριο αυτό. Στον κατά το πρώτο εδάφιο κατάδικο δεν μπορεί να χορηγηθεί η υπό όρο απόλυση, αν δεν έχει παραμείνει στο σωφρονιστικό κατάστημα για χρονικό διάστημα, προκειμένου για πρόσκαιρη κάθειρξη ίσο με το ένα δεύτερο (1/2) της ποινής που του επιβλήθηκε και σε περίπτωση ισόβιας κάθειρξης δεκαοκτώ (18) έτη».
Άρθρο 16
1. Στο τέλος της παραγράφου 6 του άρθρου 82 του Ποινικού Κώδικα προστίθεται εδάφιο ως εξής:
«Η στερητική της ελευθερίας ποινή για οποιοδήποτε έγκλημα, εκτός από εκείνα για τα οποία προβλέπεται ποινή ισόβιας ή πρόσκαιρης κάθειρξης τουλάχιστον δέκα ετών ή εκείνα που στρέφονται κατά της γενετήσιας ελευθερίας και οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής σε βάρος ανηλίκου, μπορεί να μετατρέπεται, αν η δράστης είναι μητέρα ανηλίκου τέκνου το οποίο δεν έχει συμπληρώσει το πέμπτο έτος της ηλικίας του, σε ποινή παροχής κοινωφελούς εργασίας, αν το ζητεί ή το αποδέχεται αυτή που καταδικάσθηκε».
2. Οι διατάξεις της προηγουμένης παραγράφου εφαρμόζονται και για όσες έχουν ήδη καταδικασθεί, μετά από αίτησή τους, που υποβάλλεται στο δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση.
Άρθρο 17
1. Το Ειδικό Υπηρεσιακό Συμβούλιο των υπαλλήλων των καταστημάτων κράτησης, με έδρα την Κεντρική Υπηρεσία του Υπουργείου Δικαιοσύνης, αποτελείται από επτά μέλη και συγκροτείται, με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, από:
α) τον Προϊστάμενο της Γενικής Διεύθυνσης Σωφρονιστικής Πολιτικής του Υπουργείου Δικαιοσύνης, αναπληρούμενο από τον Προϊστάμενο της Γενικής Διεύθυνσης Διοικητικής Υποστήριξης του ιδίου Υπουργείου, ως Πρόεδρο,
β) τρεις προϊσταμένους Διευθύνσεων της Κεντρικής Υπηρεσίας του Υπουργείου Δικαιοσύνης, αναπληρούμενους από προϊσταμένους άλλης Διευθύνσεως της ίδιας Κεντρικής Υπηρεσίας,
γ) έναν προϊστάμενο Διευθύνσεως των καταστημάτων κράτησης και
δ) δύο αιρετούς εκπροσώπους των υπαλλήλων των καταστημάτων κράτησης, με τους αναπληρωτές τους. Όταν εξετάζονται θέματα του κλάδου υπαλλήλων ΔΕ Εξωτερικής Φρούρησης, ως αιρετά μέλη μετέχουν δύο εκπρόσωποι των υπαλλήλων εξωτερικής φρούρησης.
2. Τα μέλη του υπηρεσιακού συμβουλίου, με ισάριθμους αναπληρωτές τους, ορίζονται για θητεία δύο ετών, που αρχίζει την 1η Ιανουαρίου, με απόφαση που εκδίδεται κατά τον Δεκέμβριο του προηγούμενου έτους. Κατά την πρώτη συγκρότηση του παρόντος συμβουλίου, ορίζονται ως αιρετοί εκπρόσωποι οι αναδειχθέντες κατά την εκλογή αιρετών εκπροσώπων των μεν τακτικών μονίμων υπαλλήλων των καταστημάτων κράτησης στις 29-11-2008, των δε υπαλλήλων του κλάδου ΔΕ Εξωτερικής Φρούρησης στις 13-12-2008. Κατά την πρώτη εφαρμογή του παρόντος, η θητεία των μελών του Συμβουλίου λήγει την 31η Δεκεμβρίου 2010.
Γραμματέας του Υπηρεσιακού Συμβουλίου ορίζεται υπάλληλος με βαθμό τουλάχιστον Γ΄, με τον αναπληρωτή του, οι οποίοι υπηρετούν στην Κεντρική Υπηρεσία του Υπουργείου Δικαιοσύνης.
Στο Συμβούλιο συμμετέχει ως εισηγητής ο Προϊστάμενος της Διεύθυνσης Διοίκησης και Ανάπτυξης Ανθρώπινου Δυναμικού του ίδιου Υπουργείου, με αναπληρωτή τον Προϊστάμενο του Τμήματος Διοίκησης Προσωπικού.
3. Κατά την πρώτη εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου, το Υπηρεσιακό Συμβούλιο συγκροτείται εντός μηνός από της ενάρξεως ισχύος του παρόντος νόμου, οπότε λήγει και η θητεία των μελών του υφισταμένου Υπηρεσιακού Συμβουλίου υπαλλήλων καταστημάτων κράτησης.
4. Κατά τα λοιπά, εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις του εκάστοτε ισχύοντος Κώδικα Καταστάσεως Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ.
Άρθρο 18
Το άρθρο 8 του ν. 692/1977 (ΦΕΚ Α’ 260), αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 8
Με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης επιτρέπεται, σε περιπτώσεις εξαιρετικών υπηρεσιακών αναγκών, η απόσπαση των προϊσταμένων και των υπαλλήλων των καταστημάτων κράτησης της χώρας σε άλλο κατάστημα κράτησης, χωρίς προηγούμενη γνώμη του Υπηρεσιακού Συμβουλίου. Στην περίπτωση αυτή, το σχετικό ερώτημα εισάγεται, υποχρεωτικώς, στο Υπηρεσιακό Συμβούλιο εντός τριμήνου από την απόσπαση».
Άρθρο 19
1. Με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης επιτρέπεται η μετατροπή των οργανικών θέσεων προϊσταμένων Διευθύνσεως των καταστημάτων κράτησης σε οργανικές θέσεις της κατηγορίας ειδικών θέσεων με βαθμό 2ο του άρθρου 76 του ν. 3528/2007. Η πλήρωση των ανωτέρω θέσεων, ο συνολικός αριθμός των οποίων δεν μπορεί να είναι ανώτερος του ενός δευτέρου (1/2) του συνολικού αριθμού των οργανικών θέσεων προϊσταμένων Διευθύνσεως καταστημάτων κράτησης, ενεργείται με προκήρυξη, με την οποία ορίζονται τα δικαιολογητικά, η προθεσμία, ο τύπος καθώς και κάθε σχετική λεπτομέρεια για την υποβολή της αίτησης. Η προκήρυξη εκδίδεται από τον Υπουργό Δικαιοσύνης και δημοσιεύεται σε περίληψη σε δύο (2) τουλάχιστον ημερήσιες αθηναϊκές εφημερίδες.
2. Οι διευθυντές των καταστημάτων κράτησης, που καταλαμβάνουν τις ανωτέρω θέσεις, προσλαμβάνονται με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, κατόπιν γνώμης τριμελούς επιτροπής που συγκροτείται με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης και αποτελείται από τον Νομικό Σύμβουλο, ο οποίος προΐσταται του Γραφείου Νομικού Συμβούλου του Υπουργείου Δικαιοσύνης, ως Πρόεδρο, και δύο προϊσταμένους Γενικής Διεύθυνσης του Υπουργείου Δικαιοσύνης. Οι ανωτέρω διευθυντές προσλαμβάνονται με πενταετή θητεία, η οποία μπορεί να ανανεώνεται με όμοιο τρόπο. Η θητεία των διευθυντών αυτών δύναται να διακοπεί αζημίως για το Δημόσιο πριν τη λήξη της πενταετίας για σπουδαίο λόγο σχετικό με την άσκηση των καθηκόντων τους, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία.
3. Τα προσόντα που πρέπει να διαθέτει ο υποψήφιος διευθυντής είναι πτυχίο τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, ιδιαίτερη ικανότητα σε θέματα οργάνωσης και διοίκησης, συνεκτιμωμένων των μεταπτυχιακών σπουδών και της ανάλογης εμπειρίας στη διεύθυνση διοικητικών μονάδων. Επιτρέπεται να είναι υποψήφιοι και να προσλαμβάνονται και δημόσιοι λειτουργοί ή υπάλληλοι δημόσιων υπηρεσιών και ν.π.δ.δ. ή φορέων του δημόσιου τομέα. Μετά τη λήξη ή τη διακοπή της θητείας τους οι δημόσιοι λειτουργοί και υπάλληλοι του προηγουμένου εδαφίου, επανέρχονται στην προτέρα θέση τους και ο χρόνος της θητείας τους θεωρείται ως πραγματική υπηρεσία σε θέση προϊσταμένου διεύθυνσης.
4. Με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης ορίζεται ο τρόπος και η διαδικασία για την επιλογή των υποψηφίων, τα ειδικότερα προσόντα τους, τα ζητήματα λειτουργίας της Επιτροπής που γνωμοδοτεί για την καταλληλότητά τους, καθώς και κάθε άλλη λεπτομέρεια που είναι αναγκαία για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου.
Άρθρο 20
1. Η παράγραφος 2 του άρθρου 19 του Σωφρονιστικού Κώδικα, που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν.2776/1999 (ΦΕΚ Α΄ 291), αντικαθίσταται ως εξής:
«2. Τα γενικά καταστήματα κράτησης διακρίνονται σε Α΄, Β΄ και Γ΄ τύπου. Στα Α΄ τύπου κρατούνται οι υπόδικοι, οι κρατούμενοι για χρέη και οι κατάδικοι σε ποινή φυλάκισης. Στα Β΄ τύπου κρατούνται, με την επιφύλαξη του επόμενου εδαφίου οι υπόλοιποι κρατούμενοι. Στα Γ΄ τύπου, τα οποία ορίζονται με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, κρατούνται, χωρίς επικοινωνία με κρατουμένους άλλων κατηγοριών, κρατούμενοι που εκτίουν ποινή ισόβιας κάθειρξης ή πρόσκαιρης κάθειρξης τουλάχιστον δέκα ετών και κρίνονται ιδιαίτερα επικίνδυνοι για την ομαλή κοινή συμβίωση στα καταστήματα άλλου τύπου. Οι διατάξεις του δεύτερου και τρίτου εδαφίου της παραγράφου 4 του άρθρου 11 του παρόντος έχουν εφαρμογή και στα καταστήματα τύπου Γ΄.
2. Στο άρθρο 52 του Σωφρονιστικού Κώδικα προστίθεται παράγραφος 7 ως εξής:
«7. Τα καταστήματα κράτησης επιτρέπεται να επισκέπτονται, μετά από προηγούμενη ενημέρωση του διευθυντή του καταστήματος κράτησης, η Διακομματική Επιτροπή της Βουλής για το σωφρονιστικό σύστημα και ο Συνήγορος του Πολίτη».
3. Στην παράγραφο 2 του άρθρου 55 του Σωφρονιστικού Κώδικα προστίθενται εδάφια ως εξής:
«Ο δικαστικός λειτουργός που προεδρεύει του Συμβουλίου, σε περίπτωση διαφωνίας του ως προς την χορήγηση της άδειας, προσφεύγει εντός προθεσμίας πέντε ημερών στο Δικαστήριο Εκτέλεσης Ποινών ως Συμβούλιο, το οποίο αποφαίνεται αμετάκλητα. Στην περίπτωση αυτή, η εγκριθείσα άδεια αναστέλλεται μέχρι την έκδοση της οριστικής αποφάσεως».
4. Στην παράγραφο 2 του άρθρου 68 του Σωφρονιστικού Κώδικα προστίθεται περίπτωση ι΄ ως εξής:
«ι΄. Η χρήση ή η κατοχή κινητού τηλεφώνου».
5. Η περίπτωση γ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 69 του Σωφρονιστικού Κώδικα αντικαθίσταται ως εξής:
«γ) Βαθμοί ποινής από 1 έως 30 και για την χρήση ή κατοχή κινητού τηλεφώνου βαθμοί ποινής 100».
Άρθρο 21
Οι διατάξεις του ν. 3213/2003 (ΦΕΚ Α΄ 309) περί υποβολής δήλωσης περιουσιακής κατάστασης εφαρμόζονται και για το προσωπικό των καταστημάτων κράτησης της χώρας, συμπεριλαμβανομένου και του προσωπικού Εξωτερικής Φρούρησης. Ο κατάλογος των ελεγχόμενων προσώπων διαβιβάζεται στην Επιτροπή του άρθρου 3 παραγράφου 2 του ανωτέρω νόμου από τον Υπουργό Δικαιοσύνης.
Άρθρο 22
Οι διατάξεις των τριών πρώτων εδαφίων της παραγράφου 4 του άρθρου 7 του ν. 1339/1983 (ΦΕΚ Α΄ 35), όπως έχουν αντικατασταθεί από τις διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 5 του ν. 2452/1996 (ΦΕΚ Α΄ 283) ισχύουν αναλόγως και για τους σωφρονιστικούς υπαλλήλους και τους υπαλλήλους Εξωτερικής Φρούρησης των Καταστημάτων Κράτησης, των οποίων ο/η σύζυγος ή τέκνο προσλαμβάνονται, σύμφωνα με τις προϋποθέσεις αυτών των διατάξεων, σε υπηρεσίες αρμοδιότητας του Υπουργείου Δικαιοσύνης. Η αίτηση διορισμού συνοδεύεται από αμετάκλητη δήλωση παραίτησης των λοιπών δικαιούχων από το δικαίωμα διορισμού για την αυτή αιτία και συνεπάγεται, από την ημερομηνία διορισμού, την αυτοδίκαιη παραίτηση του διοριζομένου από τις οικονομικές απαιτήσεις του έναντι του φορέα, στον οποίο παρείχε την εργασία του ή ήταν ασφαλισμένος ο θανών ή ο τραυματισθείς, καθώς και την αναστολή του συνταξιοδοτικού του δικαιώματος. Για τον βαθμό της ανικανότητας αποφαίνεται, με αιτιολογημένη γνωμάτευσή της, η Ανωτάτη του Στρατού Υγειονομική Επιτροπή. Η συνδρομή των προϋποθέσεων για τον διορισμό διαπιστώνεται με ένορκη διοικητική εξέταση, που ενεργείται από τον Πρόεδρο Πρωτοδικών ή τον από αυτό οριζόμενο πρωτοδίκη του τόπου όπου έπαθε ο υπάλληλος. Ο διορισμός ενεργείται με κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών και Δικαιοσύνης.
Άρθρο 23
1. Στο τέλος της παραγράφου 2 του άρθρου 63 του ν. 3659/2008 (ΦΕΚ Α΄ 77), που προστέθηκε με το άρθρο 49 του ν. 3689/2008 (ΦΕΚ Α΄ 164), προστίθενται εδάφια ως εξής:
«Καλούνται σε συνέντευξη, από τον πίνακα κατάταξης των υποψηφίων που διαμορφώθηκε βάσει των λοιπών κριτηρίων, αριθμός υποψηφίων που ισούται με τον αριθμό των θέσεων που προκηρύχθηκαν πολλαπλασιαζόμενο με συντελεστή 5. Αν προκύπτει κλασματικός αριθμός, στρογγυλοποιείται στην επόμενη ακέραιη μονάδα».
2. Από τον αριθμό των προσλαμβανομένων στους κλάδους ΔΕ Φύλαξης και ΔΕ Εξωτερικής Φύλαξης Καταστημάτων Κράτησης, ποσοστό είκοσι τοις εκατό (20%) καλύπτεται από υποψήφιους που κατέχουν απολυτήριο τίτλο Ενιαίου Πολυκλαδικού Λυκείου κλάδου σπουδών που δεν αντιστοιχεί σε δέσμη ή πτυχίο Τεχνικού-Επαγγελματικού Λυκείου. Αν κατά τον υπολογισμό του αριθμού των υποψηφίων, που αντιστοιχεί στο ανωτέρω ποσοστό, προκύπτει κλασματικό υπόλοιπο ίσο ή ανώτερο του ημίσεος (0,5) της μονάδος, τούτο υπολογίζεται ως ακεραία μονάδα, ενώ το μικρότερο αυτού δεν λαμβάνεται υπόψιν. Το υπόλοιπο ποσοστό των προσλαμβανομένων καλύπτεται από υποψήφιους, οι οποίοι κατέχουν οποιοδήποτε άλλο απολυτήριο τίτλο όλων των τύπων Λυκείου. Σε περίπτωση που οι θέσεις των προσλαμβανομένων με τίτλο σπουδών μιάς κατηγορίας υποψηφίων δεν καλύπτονται, οι κενές θέσεις συμπληρώνονται από υποψήφιους της άλλης κατηγορίας.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ΄
Μέτρα για τη διασφάλιση της κοινωνικής ειρήνης
Άρθρο 24
1. Η παράγραφος 2 του άρθρου 172 του Ποινικού Κώδικα αντικαθίσταται ως εξής:
«2. Όποιος γίνεται από αμέλεια υπαίτιος κάποιας από αυτές τις πράξεις τιμωρείται με φυλάκιση, αν ήταν για οποιοδήποτε λόγο υπόχρεος να φυλάξει εκείνον που απέδρασε. Μένει εντελώς ατιμώρητος αν με δική του προσπάθεια συλληφθεί, μέσα σε δεκαπέντε ημέρες, αυτός που απέδρασε».
2. Στην παράγραφο 2 του άρθρου 173 του Ποινικού Κώδικα προστίθεται εδάφιο ως εξής:
«Αν ο συμμετέχων στην απόδραση έχει την ιδιότητα του σωφρονιστικού ή αστυνομικού υπαλλήλου, επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών».
3. Ο υπάλληλος, ο οποίος κατέχει ή χρησιμοποιεί κινητό τηλέφωνο εντός του χώρου διαβίωσης και προαυλισμού των κρατουμένων τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών. Με την ίδια ποινή τιμωρείται οποίος, με οποιονδήποτε τρόπο, προμηθεύει με κινητό τηλέφωνο κρατούμενο σε κατάστημα κράτησης.
4. Η πράξη της προηγουμένης παραγράφου αποτελεί πειθαρχικό παράπτωμα και τιμωρείται με την ποινή της προσωρινής ή οριστικής παύσης. Η πράξη αυτή επιφέρει αυτοδικαίως τη μετάθεση του σωφρονιστικού υπαλλήλου σε άλλο κατάστημα κράτησης, κατά παρέκκλιση των ισχυουσών διατάξεων.
Άρθρο 25
1. Στο άρθρο 189 του Ποινικού Κώδικα προστίθεται νέα παράγραφος 3 και η παράγραφος 3 αναριθμείται σε παράγραφο 4, ως εξής:
«3. Ο υπαίτιος της πράξεως της παραγράφου 1 τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών και ο υπαίτιος των πράξεων της παραγράφου 2 τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, αν τέλεσαν την πράξη τους με καλυμμένα ή αλλοιωμένα τα χαρακτηριστικά του προσώπου τους».
2. Στο άρθρο 308Α του Ποινικού Κώδικα προστίθεται παράγραφος 3 ως εξής:
«3. Ο υπαίτιος της πράξεως της παραγράφου 1 τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους και ο υπαίτιος της πράξεως της παραγράφου 2 τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών, εάν ενήργησαν με καλυμμένα ή αλλοιωμένα τα χαρακτηριστικά του προσώπου τους».
3. Στην παράγραφο 1 του άρθρου 310 του Ποινικού Κώδικα προστίθεται εδάφιο ως εξής:
«Ο υπαίτιος της πράξεως του προηγουμένου εδαφίου τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών ετών, αν ενήργησε με καλυμμένα ή αλλοιωμένα τα χαρακτηριστικά του προσώπου του».
4. Στην παράγραφο 1 του άρθρου 380 του Ποινικού Κώδικα προστίθεται εδάφιο ως εξής:
«Εάν ο υπαίτιος της πράξεως αυτής ενήργησε με καλυμμένα ή αλλοιωμένα τα χαρακτηριστικά του προσώπου του τιμωρείται με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών».
5. Στο άρθρο 382 του Ποινικού Κώδικα προστίθεται παράγραφος 5 ως εξής:
«5. Ο υπαίτιος των πράξεων των προηγουμένων παραγράφων τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών, αν ενήργησε με καλυμμένα ή αλλοιωμένα τα χαρακτηριστικά του προσώπου του. Στην περίπτωση αυτή, δεν εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 383 του παρόντος».
Άρθρο 26
1. Στο τέλος της παραγράφου 11 του άρθρου 82 του Ποινικού Κώδικα προστίθεται εδάφιο ως εξής:
«Επίσης, η μετατροπή κατά τις προηγούμενες παραγράφους αποκλείεται στις περιπτώσεις καταδίκης για τα εγκλήματα που προβλέπονται στα άρθρα 173 παράγραφος 2 εδάφιο δεύτερο, 189 παράγραφος 3, 308Α παράγραφος 3, 310 παράγραφος 1 εδάφιο δεύτερο, 380 παράγραφος 1 εδάφιο δεύτερο και 382 παράγραφος 5 του Ποινικού Κώδικα».
2. Στον Ποινικό Κώδικα προστίθεται άρθρο 100Β ως εξής:
«100Β
Η κατά τις διατάξεις των άρθρων 99, 100 και 100Α αναστολή εκτέλεσης της ποινής αποκλείεται στις περιπτώσεις καταδίκης για τα εγκλήματα που προβλέπονται στα άρθρα 173 παράγραφος 2 εδάφιο δεύτερο, 189 παράγραφος 3, 308Α παράγραφος 3, 310 παράγραφος 1 εδάφιο δεύτερο, 380 παράγραφος 1 εδάφιο δεύτερο και 382 παράγραφος 5 του Ποινικού Κώδικα».
3. Στο τέλος της παραγράφου 6 του άρθρου 105 του Ποινικού Κώδικα, η οποία αναριθμείται σε παράγραφο 5, προστίθεται εδάφιο ως εξής:
«Επίσης, οι διατάξεις της παρούσας παραγράφου δεν εφαρμόζονται σε όσους καταδικάσθηκαν για το έγκλημα της παραγράφου 1 του άρθρου 299, εφόσον η πράξη τελέσθηκε εναντίον υπαλλήλου κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας του».
4. Το άρθρο 315Α του Ποινικού Κώδικα αντικαθίσταται ως εξής:
«Η τέλεση των εγκλημάτων των άρθρων 308A έως 311 εναντίον υπαλλήλου κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας του συνιστά ιδιαίτερα επιβαρυντική περίσταση».
5. Στην παράγραφο 1 του άρθρου 368 του Ποινικού Κώδικα προστίθεται εδάφιο ως εξής:
«Αν ο παθών είναι υπάλληλος και η πράξη συνέβη κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας του από πρόσωπο που ενήργησε με καλυμμένα ή αλλοιωμένα τα χαρακτηριστικά αυτού, η ποινική δίωξη στην περίπτωση του άρθρου 361 ασκείται αυτεπάγγελτα».
Άρθρο 27
1. Στο τέλος της παραγράφου 1 του άρθρου 111 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας προστίθεται εδάφιο ως εξής:
«Τα κακουργήματα του άρθρου 173 παράγραφος 2 του Ποινικού Κώδικα και εκείνα που τελέσθηκαν από πρόσωπο που έχει καλυμμένα ή αλλοιωμένα τα χαρακτηριστικά αυτού και προβλέπονται στα άρθρα 189 παράγραφος 3 και 380 του Ποινικού Κώδικα, καθώς και τα συναφή με αυτά πλημμελήματα και κακουργήματα, έστω και αν τα τελευταία τιμωρούνται βαρύτερα από τα ως άνω κύρια κακουργήματα».
2. Η περίπτωση γ΄ του άρθρου 136 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας αντικαθίσταται ως εξής:
«γ) επιβάλλουν την παραπομπή σοβαροί λόγοι σχετικοί με τη δημόσια ασφάλεια και τάξη ή συντρέχουν λόγοι ασφαλείας για τη μη μεταγωγή του κατηγορουμένου, που επιβάλλουν την εκδίκαση της υπόθεσης στο δικαστήριο που εδρεύει στο κατάστημα κράτησης αυτού».
Άρθρο 28
1. Στο τέλος της παραγράφου 5 του άρθρου 497 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας προστίθεται εδάφιο ως εξής:
«Επίσης, σε κάθε περίπτωση δεν έχει ανασταλτική δύναμη η έφεση εναντίον καταδικαστικής απόφασης για τα εγκλήματα που προβλέπονται στα άρθρα 189 παράγραφος 3, 308Α παράγραφος 3, 310 παράγραφος 1 εδάφιο δεύτερο, 380 παράγραφος 1 εδάφιο δεύτερο και 382 παράγραφος 5 του Ποινικού Κώδικα».
2. Στο άρθρο 556 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας προστίθεται περίπτωση στ΄ ως εξής:
«και στ΄) αν η ποινή έχει μετατραπεί σε χρηματική και δεν καθίσταται δυνατή από τον συλληφθέντα η εξαγορά της, λόγω μη λειτουργίας της αρμόδιας προς είσπραξη δημόσιας υπηρεσίας. Η αναβολή, για το αναγκαίο προς καταβολή της εξαγοράς της ποινής χρονικό διάστημα, διατάσσεται, έστω και προφορικά, από τον αρμόδιο Εισαγγελέα Πρωτοδικών του τόπου συλλήψεως. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών, Οικονομίας και Οικονομικών και Δικαιοσύνης καθορίζεται η διαδικασία και κάθε άλλη λεπτομέρεια που είναι απαραίτητη για την εφαρμογή της παραγράφου αυτής».
Άρθρο 29
1. Η περίπτωση α΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 4 του ν. 2225/1994 (ΦΕΚ Α΄ 121 ) αντικαθίσταται ως εξής:
«α) τον Ποινικό Κώδικα και το ν. 3386/2005».
2. Στο άρθρο 21 του ν. 663/1977 (ΦΕΚ Α΄ 215) προστίθεται περίπτωση στ΄ ως εξής:
«στ) των κακουργημάτων που προβλέπονται στα άρθρα 173 παράγραφος 2, 189 παράγραφος 3 και 380 του Ποινικού Κώδικα».
3. Μετά το πρώτο εδάφιο του άρθρου πέμπτου του ν. 3625/2007 (ΦΕΚ Α΄ 290), όπως έχει αντικατασταθεί από το άρθρο 7 του ν. 3727/2008 (ΦΕΚ Α΄ 257) προστίθεται εδάφιο ως εξής:
«Τα κακουργήματα του προηγουμένου εδαφίου εκδικάζονται από το τριμελές εφετείο».
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ΄
Μέτρα για την επιτάχυνση της δίκης στο Συμβούλιο της Επικρατείας
΄Αρθρο 30
1. Στην παράγραφο 2 του άρθρου 21 του π.δ. 18/1989 (ΦΕΚ Α΄ 8) προστίθεται περίπτωση ε’, ως εξής:
«ε. Σε περίπτωση εφέσεως, η κοινοποίηση προς τον εφεσίβλητο ιδιώτη γίνεται είτε προς τον ίδιο τον εφεσίβλητο, είτε προς τον αντίκλητό του είτε προς τον δικηγόρο, ο οποίος υπέγραψε την αίτηση ακυρώσεως ή παρέστη κατά τη συζήτηση της υποθέσεως ενώπιον του διοικητικού εφετείου. Στην τελευταία περίπτωση, ο δικηγόρος θεωρείται ως αντίκλητος του εφεσιβλήτου και για τις επιδόσεις μεταγενεστέρων της οριστικής αποφάσεως εγγράφων, εκτός εάν ο τελευταίος γνωστοποίησε στη Γραμματεία του Συμβουλίου της Επικρατείας μετά την κατάθεση της εφέσεως, τον διορισμό νέου πληρεξούσιου ή αντικλήτου. Ο δικηγόρος ή ο αντίκλητος υποχρεούνται να παραδώσουν αμελλητί τα έγγραφα στον εφεσίβλητο».
2. Στο τέλος της παραγράφου 4 του άρθρου 21 του π.δ. 18/1989 προστίθεται εδάφιο ως εξής :
«Επί αιτήσεως αναιρέσεως κατά αποφάσεως που εκδίδεται επί των εκλογικών διαφορών των άρθρων 244 έως 272 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, οι προβλεπόμενες κοινοποιήσεις γίνονται από μεν τη Γραμματεία του Συμβουλίου της Επικρατείας τουλάχιστον είκοσι (20) ημέρες, από δε τον αναιρεσείοντα τουλάχιστον δέκα (10) ημέρες πριν από τη δικάσιμο».
Άρθρο 31
Στο άρθρο 32 του π.δ 18/1989 προστίθεται παράγραφος 3 ως εξής:
«3. Αν η κατά την προηγούμενη παράγραφο παύση της ισχύος της προσβαλλόμενης πράξεως οφείλεται στο ότι αυτή ήταν περιορισμένης χρονικής ισχύος και μετά τη λήξη της εκδόθηκε νεότερη πράξη ομοίου περιεχομένου ή στο ότι αυτή τροποποιήθηκε ή αντικαταστάθηκε με πράξη η οποία εξακολουθεί να είναι δυσμενής για τον αιτούντα, η δίκη δεν καταργείται αν ο αιτών προβάλει με δικόγραφο, κατατιθέμενο έξι (6) πλήρεις ημέρες πριν από την πρώτη συζήτηση της υποθέσεως, σχετικό ισχυρισμό και ζητήσει τη συνέχιση της δίκης. Με το δικόγραφο αυτό, ο αιτών μπορεί να προβάλει και νέους λόγους ακυρώσεως, στρεφόμενους κατά της νέας πράξεως. Μπορεί επίσης με το ίδιο δικόγραφο να παραιτείται από την προσβολή πράξεων ή από λόγους ακυρώσεως που δεν έχουν αντικείμενο. Με αίτημα του διαδίκου, που υποβάλλεται και προφορικώς στο ακροατήριο, η συζήτηση αναβάλλεται για σύντομο χρονικό διάστημα προκειμένου να κατατεθεί και να κοινοποιηθεί στον αντίδικο το δικόγραφο αυτό, μέσα στην ίδια προθεσμία πριν από τη νέα δικάσιμο».
Άρθρο 32
1. Τα λοιπά, πλην του πρώτου, εδάφια της παραγράφου 3 του άρθρου 27 του π.δ. 18/1989 αντικαθίστανται ως εξής:
« Οι διατάξεις των παραγράφων 3 και 4 του άρθρου 33 εφαρμόζονται και επί ελλείψεων ή ανάγκης συμπληρώσεως ή επί αμφιβολιών ως προς τη νομιμοποίηση του πληρεξουσίου ή του διαδίκου, όχι, όμως, επί παντελούς ελλείψεως νομιμοποιητικών στοιχείων. Τα στοιχεία της νομιμοποιήσεως επιτρέπεται, σε κάθε περίπτωση, να είναι και μεταγενέστερα της συζητήσεως».
2. Στο άρθρο 33 του π.δ 18/1989 προστίθενται παράγραφοι 2, 3 και 4, ως εξής :
«2. Εάν όλοι οι παριστάμενοι πληρεξούσιοι δηλώσουν ότι προτίθενται να αναφερθούν στην εισήγηση ή στο δικόγραφο ή σε υπόμνημα που θα καταθέσουν, χωρίς προφορική ανάπτυξη, τότε η υπόθεση αυτή μπορεί να συζητείται κατά προτεραιότητα μετά την προεκφώνηση και ο εισηγητής αναφέρεται συνοπτικά στο συμπέρασμα της εισήγησης.
3. Αν υπάρχουν τυπικές παραλείψεις, ο προεδρεύων της συνθέσεως ή ο εισηγητής καλεί, και μετά τη συζήτηση, τον πληρεξούσιο δικηγόρο να τις καλύψει, τάσσοντας εύλογη κατά την κρίση του προθεσμία.
4. Η πρόσκληση της προηγουμένης παραγράφου γίνεται τηλεφωνικώς από τον γραμματέα, ο οποίος βεβαιώνει με σημείωση στο εσωτερικό του φακέλου της δικογραφίας τον χρόνο ειδοποίησης, τα ζητούμενα στοιχεία και την προθεσμία. Αν η τηλεφωνική πρόσκληση είναι αδύνατη ή δυσχερής, αποστέλλεται έγγραφο, αντίγραφο του οποίου τηρείται στον φάκελο της δικογραφίας. Στο αντίγραφο αυτό σημειώνεται η ημερομηνία αποστολής του εγγράφου».
Άρθρο 33
Το άρθρο 34Α του π.δ. 18/1989, που προστέθηκε με την παράγραφο 1 του άρθρου 33 του ν. 2721/1999 (ΦΕΚ Α΄ 112), αντικαθίσταται ως εξής :
«Άρθρο 34Α
1. Ο οικείος δικαστικός σχηματισμός με πενταμελή σύνθεση μπορεί, με απόφασή του που λαμβάνεται σε συμβούλιο, να απορρίπτει ένδικα βοηθήματα και μέσα που είναι προφανώς απαράδεκτα ή αβάσιμα και να παραπέμπει στο αρμόδιο διοικητικό δικαστήριο υποθέσεις που έχουν εισαχθεί στο Συμβούλιο της Επικρατείας αναρμοδίως. Με την ίδια απόφαση απορρίπτεται ή παραπέμπεται κατά περίπτωση και η τυχόν εκκρεμής αίτηση αναστολής.
2. Η απόφαση κοινοποιείται σε αυτόν που άσκησε το ένδικο βοήθημα ή μέσο. Ο τελευταίος μπορεί, με αίτησή του, που κατατίθεται σύμφωνα με την διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 19 του παρόντος, εντός προθεσμίας εξήντα (60) ημερών από την κοινοποίηση, και πάντως όχι μετά την πάροδο τριών (3) ετών από την έκδοση της απόφασης, να ζητήσει τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο, καταβάλλοντας ως ειδικό επιπλέον παράβολο το τριπλάσιο από το κατά περίπτωση προβλεπόμενο. Στην περίπτωση αυτή, η απόφαση που ελήφθη σε συμβούλιο παύει να ισχύει και ο Πρόεδρος εισάγει την υπόθεση για συζήτηση, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 20 και επόμενα του παρόντος.
3. Για το καταβαλλόμενο κατά την προηγούμενη παράγραφο ειδικό παράβολο εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις της παρ. 4 του άρθρου 36 του παρόντος. Επί απορρίψεως του ενδίκου βοηθήματος ή μέσου, το Συμβούλιο, εκτιμώντας τις περιστάσεις, απαγγέλλει τον πολλαπλασιασμό έως και του τριπλασίου του ειδικού παραβόλου».
Άρθρο 34
1. Στην παράγραφο 3 του άρθρου 52 του π.δ. 18/1989, όπως ισχύει, προστίθεται εδάφιο, ως εξής:
«Με την κοινοποίηση αυτή γίνονται και οι κατά την παράγραφο 1 του άρθρου 21 κοινοποιήσεις, με επιμέλεια του αιτούντος».
2. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 4 του ιδίου άρθρου αντικαθίσταται ως εξής:
«Με εντολή του Προέδρου ή του εισηγητή της υποθέσεως αντίγραφα της αιτήσεως αναστολής, της αιτήσεως ακυρώσεως και της πράξεως ορισμού δικασίμου, κοινοποιούνται, με επιμέλεια του αιτούντος, σε εκείνον που έχει δικαίωμα να παρέμβει στην ακυρωτική δίκη».
3. Η παράγραφος 5 του ιδίου άρθρου αντικαθίσταται ως εξής:
«Ο Πρόεδρος του Συμβουλίου ή του αρμοδίου Τμήματος μπορεί, εφόσον υποβληθεί σχετικό αίτημα με την αίτηση αναστολής ή αυτοτελώς μετά την κατάθεσή της, να εκδώσει προσωρινή διαταγή αναστολής εκτελέσεως, η οποία καταχωρίζεται κάτω από την αίτηση. Στην περίπτωση αυτή, ορίζεται αμέσως εισηγητής και δικάσιμος για την εκδίκαση της αιτήσεως ακυρώσεως και γίνονται, με επιμέλεια του αιτούντος, οι κατά την παράγραφο 3 κοινοποιήσεις.
Για την έκδοση προσωρινής διαταγής αποφαίνεται ο Πρόεδρος, το ταχύτερο δυνατόν μετά την προσκόμιση του αποδεικτικού κοινοποίησης της αιτήσεως αναστολής που περιέχει το σχετικό αίτημα ή της αιτήσεως αναστολής και της αυτοτελούς αιτήσεως στον Υπουργό ή στο νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου. Ο Υπουργός ή το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου μπορούν να διατυπώσουν τις απόψεις τους μέσα σε πέντε (5) εργάσιμες ημέρες από την κοινοποίηση. Σε εξαιρετικά επείγουσες περιπτώσεις ο Πρόεδρος αποφαίνεται χωρίς τις πιο πάνω κοινοποιήσεις, οι οποίες, σε περίπτωση εκδόσεως προσωρινής διαταγής, γίνονται από τον αιτούντα αμέσως. Σε διαφορετική περίπτωση η προσωρινή διαταγή ανακαλείται κατά τη διάταξη του επομένου εδαφίου.
Η προσωρινή διαταγή ισχύει μέχρι την έκδοση της αποφάσεως της Επιτροπής, μπορεί δε να ανακληθεί, ακόμη και αυτεπαγγέλτως, από τον Πρόεδρο ή την Επιτροπή. Η αίτηση ανακλήσεως προσωρινής διαταγής κοινοποιείται στον αιτούντα, ο οποίος μπορεί να διατυπώσει τις απόψεις του μέσα σε δύο (2) εργάσιμες ημέρες από την κοινοποίηση. Η κοινοποίηση στον αιτούντα παραλείπεται σε εξαιρετικά επείγουσες περιπτώσεις».
4. Η παράγραφος 12 του ιδίου άρθρου αντικαθίσταται ως εξής:
«12. Ως προς τη δικαστική δαπάνη εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις του άρθρου 39 του παρόντος».
Άρθρο 35
1. Τα τρία πρώτα εδάφια της παραγράφου 3 του άρθρου 53 του π.δ. 18/1989, όπως ισχύουν, αντικαθίστανται ως εξής:
«3. Δεν επιτρέπεται η άσκηση αίτησης αναιρέσεως όταν το ποσό της διαφοράς που άγεται ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας είναι κατώτερο από σαράντα χιλιάδες (40.000) ευρώ. Ειδικώς στις διαφορές από διοικητικές συμβάσεις το όριο αυτό ορίζεται σε διακόσιες χιλιάδες (200.000) ευρώ. Τα ποσά αυτά μπορεί να αναπροσαρμόζονται με διάταγμα που εκδίδεται με πρόταση του Υπουργού Δικαιοσύνης μετά από γνώμη της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας Κατ’ εξαίρεση, ασκείται παραδεκτώς αίτηση αναιρέσεως με αντικείμενο κατώτερο από τα ανωτέρω ποσά, όταν προβάλλεται από τον διάδικο με συγκεκριμένους ισχυρισμούς που περιέχονται στο δικόγραφο της αιτήσεως αναιρέσεως ότι: α) η επίλυση της διαφοράς έχει για αυτόν ευρύτερες οικονομικές ή δημοσιονομικές επιπτώσεις που δικαιολογούν την άσκηση της αίτησης, β) με αυτήν τίθεται σπουδαίο νομικό ζήτημα ή υφίσταται αντίθεση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως προς τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου ή προς άλλες αποφάσεις διοικητικών δικαστηρίων».
2. Η παράγραφος 4 του ιδίου άρθρου αντικαθίσταται ως εξής:
«4. Η παράγραφος 3 δεν έχει εφαρμογή επί αιτήσεων αναιρέσεως κατά αποφάσεων που εκδίδονται επί προσφυγών ουσίας, εφόσον αφορούν περιοδικές παροχές ή αφορούν στη θεμελίωση του δικαιώματος σε σύνταξη ή εφάπαξ παροχή. Προκειμένου περί διαφορών, που δεν έχουν χρηματικό αντικείμενο, η άσκηση αίτησης αναιρέσεως επιτρέπεται εφόσον με αυτήν τίθεται σπουδαίο νομικό ζήτημα ή υφίσταται αντίθεση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως προς τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου ή προς άλλες αποφάσεις διοικητικών δικαστηρίων».
Άρθρο 36
1. Η παράγραφος 7 του άρθρου 3 του ν. 2522/1997 (ΦΕΚ Α’ 178) αντικαθίσταται ως εξής:
«7. Η άσκηση της αίτησης ασφαλιστικών μέτρων δεν εξαρτάται από την προηγούμενη άσκηση της αίτησης ακυρώσεως ή της κύριας αγωγής. Η προθεσμία άσκησης των ενδίκων βοηθημάτων διακόπτεται με την κατάθεση της αίτησης ασφαλιστικών μέτρων και αρχίζει από την επίδοση της σχετικής απόφασης. Ο διάδικος που πέτυχε υπέρ αυτού τη λήψη ενός ασφαλιστικού μέτρου, οφείλει εντός προθεσμίας τριάντα (30) ημερών από την επίδοση της απόφασης αυτής, να ασκήσει την αίτηση ακυρώσεως ή την κύρια αγωγή, διαφορετικά αίρεται αυτοδικαίως η ισχύς του ασφαλιστικού μέτρου. Η δικάσιμος για την εκδίκασή τους δεν πρέπει να απέχει πέραν του τριμήνου από την κατάθεση του δικογράφου».
2. Το άρθρο 8 του ν. 2955/2001 (ΦΕΚ Α’ 256) καταργείται.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε΄
Θέματα Ελεγκτικού Συνεδρίου
Άρθρο 37
Οι διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 42 του ν. 3316/2005 (ΦΕΚ Α΄ 308) εφαρμόζονται αναλόγως και στους υπαλλήλους της Κεντρικής Υπηρεσίας του Υπουργείου Δικαιοσύνης καθώς και στους επιτρόπους του Ελεγκτικού Συνεδρίου ή τους υπαλλήλους αυτού που ασκούν ελεγκτικό έργο.
Με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης προσδιορίζονται ειδικότερα οι όροι και οι λοιπές προϋποθέσεις ανάθεσης, οι καλυπτόμενες δαπάνες και υπηρεσίες, η διαδικασία καταβολής της αμοιβής και κάθε άλλη λεπτομέρεια που είναι αναγκαία για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου.
Άρθρο 38
Με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, η οποία εκδίδεται μετά από πρόταση του Προέδρου του Ελεγκτικού Συνεδρίου, μπορεί να χορηγείται ειδική άδεια σε δικαστές του Ελεγκτικού Συνεδρίου, μέχρι έξι κατ’ έτος, οι οποίοι γνωρίζουν μία εκ των επισήμων γλωσσών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, προκειμένου να απασχοληθούν για επιμορφωτικούς σκοπούς στο Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο Κατά τη διάρκεια της ειδικής αυτής άδειας, η οποία δεν μπορεί να υπερβαίνει τους πέντε μήνες, καταβάλλονται στους δικαστές αυτούς οι αποδοχές της οργανικής τους θέσης.
Άρθρο 39
1. Οι οργανικές θέσεις του κλάδου επιτρόπων του Ελεγκτικού Συνεδρίου, που συνεστήθησαν με τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 38 του ν. 2721/1999 (ΦΕΚ Α΄ 112), της παραγράφου 8 του άρθρου 24 του ν. 3202/2003 (ΦΕΚ Α΄ 284) και της παραγράφου 1 του άρθρου 12 του ν. 3472/2006 (ΦΕΚ Α΄ 135) αυξάνονται κατά δύο (2) και ο συνολικός τους αριθμός ορίζεται σε εκατό ένδεκα (111).
2. Οι επίτροποι, που καταλαμβάνουν τις ως άνω δύο θέσεις, είναι αρμόδιοι για τον εντοπισμό και την αποτροπή φαινομένων κακοδιαχείρισης, κατάχρησης, σπατάλης ή διαφθοράς και για την εν γένει διασφάλιση της χρηστής δημοσιονομικής τους διαχείρισης. Ασκούν τακτικούς και εκτάκτους ελέγχους στη δημοσιονομική διαχείριση και στις πάγιες προκαταβολές κάθε καταστήματος κράτησης και ελέγχουν αν τα ποσά, που δαπανώνται, χρησιμοποιούνται για τους σκοπούς για τους οποίους εγκρίθηκαν ή χορηγήθηκαν. Δικαιούνται άμεσης πρόσβασης σε κάθε πληροφορία ή στοιχείο που αφορά ή είναι χρήσιμο στην άσκηση του έργου τους και εισηγούνται στον Υπουργό Δικαιοσύνης κάθε κατάλληλο και αναγκαίο μέτρο για την αποτελεσματικότερη οικονομική διαχείριση των καταστημάτων κράτησης.
3. Κατά τη διενέργεια του ελέγχου εφαρμόζονται αναλόγως οι περί ελέγχου διατάξεις του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Τα ελλείμματα, η πληρωμή αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών ή μη νομίμων δαπανών και η φθορά ή απώλεια τίτλων, απαιτήσεων και περιουσιακών στοιχείων καταλογίζονται από τον αρμόδιο επίτροπο του παρόντος άρθρου σε βάρος των υπευθύνων, των αχρεωστήτως λαβόντων και των τυχόν συνευθυνομένων. Κατά της καταλογιστικής πράξεως του επιτρόπου επιτρέπεται έφεση, εντός προθεσμίας εξήντα ημερών από της κοινοποιήσεως, ενώπιον Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, που ορίζεται από την Ολομέλειά του, κατά τις διατάξεις που εκάστοτε το διέπουν.
4. Με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, που εκδίδεται κατόπιν προτάσεως του Προέδρου του Ελεγκτικού Συνεδρίου, καθορίζεται η έδρα των Επιτρόπων, που είναι αρμόδιοι για τους ελέγχους του παρόντος άρθρου, τα καταστήματα κράτησης που ελέγχει ο επίτροπος, το αναγκαίο προσωπικό από υπαλλήλους του Ελεγκτικού Συνεδρίου, που μετακινείται για επικουρία των επιτρόπων αυτών καθώς και κάθε άλλη λεπτομέρεια που είναι αναγκαία για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος.
ΑΡΘΡΟ 40
1. Η πλήρωση των κενών θέσεων δικαστικών υπαλλήλων του Ελεγκτικού Συνεδρίου κατηγορίας ΠΕ, ΤΕ, ΔΕ και ΥΕ επιτρέπεται να γίνει με μετάταξη από μόνιμους υπαλλήλους που υπηρετούν στη Βουλή των Ελλήνων, στο Δημόσιο και σε Ν.Π.Δ.Δ., στα οποία συμπεριλαμβάνονται οι Οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοίκησης Α’ και Β’ βαθμού.
2. Η μετάταξη διενεργείται με αίτηση του υπαλλήλου που υποβάλλεται στην αρμόδια Υπηρεσία του Ελεγκτικού Συνεδρίου και απαιτείται για την πραγματοποίησή της: α) ο υπάλληλος να έχει συμπληρώσει τριετή υπηρεσία από το διορισμό του και να έχει ηλικία μέχρι 45 ετών και β) να υπάρχει κατά την υποβολή της αίτησης προηγούμενη σύμφωνη γνώμη του αρμόδιου υπηρεσιακού συμβουλίου της υπηρεσίας στην οποία υπηρετεί για την πραγματοποίηση μετάταξης.
3. Η μετάταξη γίνεται σε κενή θέση κλάδου της κατηγορίας στην οποία ανήκει αυτός που υπέβαλε την αίτηση για μετάταξη, εφόσον έχει τα τυπικά και ουσιαστικά προσόντα που απαιτούνται για τον κλάδο αυτό.
4. Οι αιτήσεις μετάταξης εισάγονται στο Πενταμελές Υπηρεσιακό Συμβούλιο του Ελεγκτικού Συνεδρίου το οποίο συνεκτιμά τόσο την καταλληλότητα του υποψηφίου για την άσκηση των καθηκόντων του κλάδου στον οποίο ζητεί να μεταταγεί όσο και τις ανάγκες της υπηρεσίας. Αν υποβληθούν περισσότερες αιτήσεις για μετάταξη στην ίδια θέση, το υπηρεσιακό συμβούλιο λαμβάνει υπόψη την απόδοση των υπαλλήλων, το χρόνο συνολικής υπηρεσίας στο βαθμό και τον κλάδο και τα λοιπά στοιχεία του προσωπικού τους μητρώου.
5. Η μετάταξη διενεργείται, μετά από σύμφωνη γνώμη του υπηρεσιακού συμβουλίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου, με κοινή απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης και του αρμόδιου κατά περίπτωση Υπουργού, που δημοσιεύεται σε περίληψη στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
6. Θέσεις για τις οποίες εκδόθηκε προκήρυξη πλήρωσής τους με διορισμό δεν καλύπτονται με μετάταξη.
7. Οι μεταταχθέντες στο Ελεγκτικό Συνέδριο υπάλληλοι απαιτείται, για να καταλάβουν θέση Προϊσταμένου Τμήματος, να υπηρετήσουν στο Ελεγκτικό Συνέδριο πέντε έτη και για να καταλάβουν θέση επιτρόπου τρία έτη σε θέση Προϊσταμένου Τμήματος και συνολική δημόσια υπηρεσία τουλάχιστον δέκα οκτώ ετών.
Άρθρο 41
` 1. Οι επίτροποι του Ελεγκτικού Συνεδρίου που υπηρετούν σε Υπηρεσίες αυτού, εκτός της Αττικής και του νομού Θεσσαλονίκης, μετατίθενται υποχρεωτικά και χωρίς αίτησή τους από το αρμόδιο Πενταμελές Υπηρεσιακό Συμβούλιο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ύστερα από τη συμπλήρωση επτά (7) ετών υπηρεσίας από της εμφανίσεώς τους στην Υπηρεσία στην οποία υπηρετούν.
2. Η μετάθεση αυτή γίνεται κατά προτίμηση σε Υπηρεσία Επιτρόπου Νομού ο οποίος υπάγεται στην ίδια διοικητική περιφέρεια στην οποία ανήκει ο Νομός από τον οποίο μετατίθεται, αν υπάρχει κενή θέση επιτρόπου, άλλως σε κενή θέση επιτρόπου Υπηρεσίας Νομού πλησιέστερης διοικητικής Περιφέρειας ή στην Κεντρική Υπηρεσία του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Αίτηση προτίμησης του επιτρόπου, ο οποίος μετατίθεται υποχρεωτικά, συνεκτιμάται από το αρμόδιο Υπηρεσιακό Συμβούλιο.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΤ΄
Άλλες διατάξεις
Άρθρο 42
1. Η παράγραφος 1 του άρθρου 4 του ν.δ. 1017/1971 (ΦΕΚ Α΄ 209), όπως έχει τροποποιηθεί από το άρθρο 66 του ν. 3659/2008 (ΦΕΚ Α΄ 77), αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Το Ταμείο διοικείται από εννεαμελές διοικητικό συμβούλιο, το οποίο αποτελείται από:
α) τον Γενικό Γραμματέα του Υπουργείου Δικαιοσύνης, ως Πρόεδρο,
β) ένα σύμβουλο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, που υποδεικνύεται από τον οικείο Πρόεδρο, ως Αντιπρόεδρο,
γ) δύο υπαλλήλους της Κεντρικής Υπηρεσίας του Υπουργείου Δικαιοσύνης, που είναι τουλάχιστον προϊστάμενοι Διευθύνσεως, αναπληρούμενοι από προϊσταμένους άλλης Διευθύνσεως, ή ένα υπηρεσιακό στέλεχος εποπτευομένου από το Υπουργείο Δικαιοσύνης φορέα,
ε) ένα γενικό διευθυντή ή προϊστάμενο Διευθύνσεως του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών (Γ.Λ.Κ.), ο οποίος υποδεικνύεται από τον οικείο Υπουργό και
στ) τέσσερα μέλη εγνωσμένου κύρους και εμπειρίας, εκ των οποίων τρεις είναι δικηγόροι παρ’ Αρείω Πάγω, ένας δε εξ αυτών εκ του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών.
2. Το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 12 του ανωτέρω νομοθετικού διατάγματος, όπως έχει αντικατασταθεί από την παράγραφο 6 του άρθρου 35 του ν. 1968/1991 (ΦΕΚ Α΄ 150), αντικαθίσταται ως εξής:
«Για κάθε δαπάνη αποφασίζει το διοικητικό συμβούλιο του Ταμείου, το οποίο μπορεί με απόφασή του να εξουσιοδοτήσει τον πρόεδρο, τον αντιπρόεδρο ή μέλος αυτού να αποφασίζει για δαπάνες ύψους μέχρι του ποσού που εκάστοτε ισχύει για την προμήθεια υλικών με απευθείας ανάθεση».
Άρθρο 43
1. Η παράγραφος 11 του άρθρου 80 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών, που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 1756/1988 (ΦΕΚ Α΄ 35), όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής:
«11. Σε επιθεώρηση υπόκεινται όλοι οι δικαστικοί λειτουργοί έως και το βαθμό του εφέτη ή του αντεισαγγελέα εφετών. Οι πρόεδροι και εισαγγελείς εφετών μπορεί, κατόπιν εντολής του Προέδρου ή του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, αντιστοίχως, να επιθεωρούνται από τον πρόεδρο του Συμβουλίου Επιθεώρησης».
2. Η παράγραφος 11 του Κεφαλαίου Γ΄ του άρθρου 82 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών, όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής:
«11. Σε επιθεώρηση υπόκεινται όλοι οι δικαστικοί λειτουργοί έως και το βαθμό του εφέτη. Οι πρόεδροι εφετών μπορεί, κατόπιν εντολής του Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας, να επιθεωρούνται από τον πρόεδρο του Συμβουλίου Επιθεώρησης».
Άρθρο 44
Καθιερώνεται ως επίσημη εορτή και ως ημέρα αργίας για το προσωπικό εξωτερικής φρούρησης των Καταστημάτων Κράτησης, η 16η Οκτωβρίου, ημέρα εορτασμού της μνήμης του Αγίου Λογγίνου, προστάτη του σώματος των φρουρών εξωτερικής φρούρησης των καταστημάτων κράτησης.
Άρθρο 45
Συμβάσεις έργου με τις οποίες ανατέθηκε, μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος, το έργο της καθαριότητας, συντήρησης και φύλαξης των δικαστικών κτηρίων και συντήρησης μηχανημάτων και προγραμμάτων πληροφορικής των υπηρεσιών αρμοδιότητας του Υπουργείου Δικαιοσύνης θεωρούνται νόμιμες και οι σχετικές δαπάνες βαρύνουν τον προϋπολογισμό του ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ., εφόσον βεβαιούται από τις αρμόδιες επιτροπές η εκτέλεση του έργου.
Άρθρο 46
Στον πρόεδρο, στα μέλη και στον γραμματέα των επιτροπών και ομάδων εργασίας, που συγκροτούνται με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, για την επιλογή προσωπικού αρμοδιότητας Υπουργείου Δικαιοσύνης, καταβάλλεται αποζημίωση, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις, η οποία ορίζεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Δικαιοσύνης.
Άρθρο 47
Στο τέλος της παραγράφου 3 του άρθρου 285 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 2717/1999 (ΦΕΚ Α’ 97), όπως προστέθηκε με το άρθρο 37 του ν. 3659/2008 (ΦΕΚ Α΄ 77) προστίθεται εδάφιο ως εξής:
«Οι διατάξεις του προηγουμένου εδαφίου εφαρμόζονται στις δικαστικές αποφάσεις που δημοσιεύονται μετά την 7η Ιουνίου 2008».
Άρθρο 48
Έναρξη ισχύος
Κάθε γενική ή ειδική διάταξη, η οποία ρυθμίζει διαφορετικά τα θέματα στα οποία αναφέρεται ο παρών νόμος καταργείται.
Η ισχύς του παρόντος νόμου αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εκτός εάν στις επιμέρους διατάξεις του ορίζεται διαφορετικά.
Ηandelsblatt προς Παπανδρέου: «Προχωρήστε σε στάση πληρωμών»
-
«Με μεγάλο σεβασμό παρακολουθεί ο δυτικός κόσμος τις προσπάθειές σας να
αντιμετωπίσετε την κρίση χρέους. Κανένα άλλο δημοκρατικό κράτος δεν
κατάφερε σε και...
Πριν από 13 χρόνια
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου